‘When I use a word’, Humpty Dumpty said, in a
rather scornful tone,
‘ it means just what I choose it to mean –
neither more nor less’.
‘The question is’, said Alice, ‘whether you can make words
to mean so many different things’.
‘The question is’ said Humpty Dumpty,
‘which is to be master – that’s all’.
Lewis Carroll, The Annotated Alice
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Θα μιλήσουμε εδώ και στα
επόμενα κεφάλαια για λέξεις και για ορισμούς. Για τις λέξεις και τη σημασία
τους, για τους μετασχηματισμούς στη σημασία, ενώ η λέξη μένει η ίδια, και για
λέξεις που αλλάζουν για να δηλώσουν την ίδια σημασία. Και για τους ορισμούς,
που άλλοτε επιτυχώς, συνήθως όμως ανεπιτυχώς, προσπαθούν να «προσδέσουν» τις
λέξεις στα νοήματα, να περιορίσουν την ελλειπτικότητα και τη διάθλαση των
νοημάτων που επενδύονται σ’ αυτές. Αν οι λέξεις αποστασιοποιηθούν από το νόημά
τους, αν αφεθούν να αποκτήσουν πρόσκαιρο, ασαφές ή αντιθετικό νόημα, μπορούμε
να είμαστε βέβαιοι ότι παρακολουθούμε στη διαμόρφωση του γλωσσικού κώδικα να
διαδραματίζεται μια άσκηση εξουσίας, ίσως της περισσότερο καταλυτικής και
αδυσώπητης εξουσίας.
Φυσικά δεν πρόκειται να ανοίξω
άλλη μια κατεύθυνση διερεύνησης της σχέσης εξουσίας, ιδεολογίας και γλώσσας, αν
και ο Lewis Carroll δια του Humpty Dumpty μας προσκαλεί σε σκέψεις
προς αυτή την κατεύθυνση. Αρκεί να αναφερθώ στη διατύπωση του R. Koebner
«Η σημασιολογία της πολιτικής μας
προσφέρει πολλά παραδείγματα μιας ορμητικής διασύνδεσης μεταξύ των διακυμάνσεων
του λεξιλογίου και της τύχης κρατών και κοινωνιών»[1]
ή στις σχετικές επισημάνεις
του E. Cassirer για τις
γλωσσικές μεταστροφές στη ναζιστική Γερμανία:
«Όποτε τυχαίνει να διαβάσω αυτόν τον
καιρό κάποιο γερμανικό βιβλίο τυπωμένο στην τελευταία δεκαετία, όχι βιβλίο
πολιτικό αλλά θεωρητικό, που ασχολείται με φιλοσοφικά, ιστορικά ή οικονομικά
προβλήματα, ανακαλύπτω κατάπληκτος πως δεν καταλαβαίνω πια τη γερμανική γλώσσα.
Έχουν πλαστεί καινούργιες λέξεις, κι οι παλιές ακόμη χρησιμοποιούνται με
καινούργια έννοια, έχουν υποστεί μια βαθιά αλλαγή νοήματος».[2]
Το ζήτημα αυτό θα μας
αναγκάσει να το μελετήσουμε περισσότερο, όταν ασχοληθούμε με τους ορισμούς, τον
ορισμό της πολιτικής οικονομίας. Ούτε σκοπεύω εδώ να αναφερθώ, όπως κάνει ο G.
Myrdal, στη διττή λειτουργία πολλών οικονομικών
όρων, οι οποίοι υποδηλώνουν, ταυτόχρονα, αναλυτικές και κανονιστικές σημασίες,
παραβιάζοντας τα αντίθετα κελεύσματα του θετικισμού του 19ου και 20ου αιώνα. Οι λέξεις αυτές, π.χ.,
η λέξη ισορροπία, προσαρμογή, επιχειρηματικότητα, κλπ., ή, στα πιο σύγχρονα, η
λέξη «ευελιξία», το «φυσικό ποσοστό ανεργίας», ο «χρυσός κανόνας συσσώρευσης» ή
ο «ενάρετος προϋπολογισμός», διαθέτουν ένα έντονα «αξιολογικά φορτισμένο»
περιεχόμενο και συνεπάγονται συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές, χωρίς η
πολιτικής τους σημασία να δηλώνεται εμφανώς.[3]
Σκοπεύω, αντιθέτως, να κάνω
μια ελάχιστη υπόμνηση: Αν οι λέξεις προσλαμβάνουν μέσα στην ιστορική διαδρομή
διακριτά μεταξύ τους νοήματα, αν αυτά τα διακριτά, ευρύτερα ή στενότερα, ίσως
αντιθετικά ή ανεξάρτητα, και συχνά, εναλλακτικά νοήματα μιας λέξης δεν
τοποθετηθούν στο χρόνο και στον τόπο, δηλαδή, στο κοινωνικό και διανοητικό
περιβάλλον στο οποίο ανήκουν και το οποίο τα διαμόρφωσε, τους έδωσε τη
συγκεκριμένη θέση τους μέσα στα κείμενα της εποχής τους, τότε κινδυνεύουμε όχι
απλώς να κατανοήσουμε λανθασμένα τις απόψεις προγενέστερων συγγραφέων,
κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε τις απόψεις τους σε υβριδικές και, συνεπώς, άγονες
μορφές των δικών μας αντιλήψεων. Αντί να γονιμοποιήσουμε τη σκέψη μας,
στειρώνουμε τη δική τους. Αντί να κατανοήσουμε το έργο τους και το πρόβλημα που
έθεταν ή αντιμετώπιζαν, τα ακυρώνουμε. Και αυτή η ακύρωση είναι δεδομένη, είτε
τους εκθειάσουμε ως διορατικούς πρόγονους των αντιλήψεών μας, θεωρητικά και
αναλυτικά άγουρους βέβαια, είτε ως παραπλανημένους που κατανόησαν λίγα και αυτά
εσφαλμένα.
«Αλλά δεν πρέπει να υποθέτουμε ότι
αυτό που σήμερα κατανοούμε ότι είναι τα ‘οικονομικά’ έχει πολύ μεγάλη ή, στην
πραγματικότητα οποιαδήποτε, συνάφεια με τον τρόπο με τον οποίο οι ενεργοί
παράγοντες στο απώτερο παρελθόν οργάνωναν τον διανοητικό τους κόσμο».
σημειώνει, μεταξύ πολλών άλλων
που έχουν υποστηρίξει παρόμοιες απόψεις, και τις οποίες θα αναπτύξουμε
συστηματικά σε επόμενα τμήματα του παρόντος, ο K. Tribe.[4] Στην ίδια κατεύθυνση ο A. Wakefield προσφέρει μια γενικότερη τοποθέτηση,
επισημαίνοντας, ταυτοχρόνως, τη δυσκολία και τους κινδύνους που ελλοχεύουν:
«Μερικές φορές χρησιμοποιούμε τη
γλώσσα και τις έννοιες του παρελθόντος, ελπίζοντας να αποφύγουμε τις μυριάδες
παγίδες του αναχρονισμού. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο, γιατί κληρονομούμε λέξεις
απογυμνωμένες από το συμβολικό βαθύτερο νόημά τους, φράσεις κενές από τη ειδική
τους χρήση και σημασία: Και, ακόμα, κληρονομούμε επίσης γλώσσα που έχει
ανασκευαστεί και ανακατασκευαστεί στη διάρκεια του χρόνου, καμωμένη να
εξυπηρετεί τις ανάγκες μεταβαλλόμενων καταστάσεων. Είναι ένα κομφούζιο (mess)».[5]
Το ζήτημα, βεβαίως, συνδέεται ευθέως και με το
ερώτημα της οργάνωσης μιας ειδικής επιστημονικής γλώσσας, της επιστημονικής
ορολογίας. Η επιστημονική ορολογία, το ειδικό λεξιλόγιο κάθε επιστημονικού
κλάδου, προκύπτει, σε ένα πρώτο στάδιο τουλάχιστον, με τη χρήση λέξεων με την
κοινή της σημασία, για να αποκτήσει στη συνέχεια κάθε χρησιμοποιούμενη λέξη τη
σημασία του όρου, μιας λέξης με ειδικά προσδιορισμένη σημασία εντός του
δημιουργούμενου ή κυρίαρχου επιστημονικού θεωρητικού πλαισίου. Ήδη ο Condillac, γράφοντας το 1776, σχεδόν ταυτόσημα με
τον Πλούτο
των Εθνών του Adam Smith, έθετε το ζήτημα με απόλυτη σαφήνεια: [6]
«Κάθε επιστήμη χρειάζεται μια ειδική
γλώσσα, γιατί κάθε επιστήμη διαθέτει ιδέες που είναι αποκλειστικά δικές της.
Φαίνεται ότι πρέπει να αρχίσουμε με τη μορφοποίηση αυτής της γλώσσας. Αλλά
αρχίζουμε μιλώντας και γράφοντας και η γλώσσα παραμένει προς δημιουργία. Αυτή
είναι η θέση της Οικονομικής Επιστήμης, του αντικειμένου αυτού καθαυτού του
παρόντος έργου. Είναι, μεταξύ άλλων, η ανάγκη που σκοπεύω να ικανοποιήσω».
Δύο χρόνια μετά, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου
του, ο Condillac πρόσθεσε μια
υποσημείωση ακριβώς στο σημείο αυτό:
«Από τότε που βγήκε η πρώτη έκδοση
της παρούσας εργασίας έδειξα στη Λογική
μου ότι η τέχνη να χειρίζεται κάποιος με άνεση μια επιστήμη καταλήγει στην
τέχνη να δημιουργεί την γλώσσα της με επάρκεια. Επίσης, όταν είπα ότι η γλώσσα
της Οικονομικής Επιστήμης χρειάζεται να δημιουργηθεί, το κοινό, για το οποίο
αυτή η επιστήμη συχνά ήταν ακόμα ένας απροσπέλαστος κώδικας, δεν είχε καμία
δυσκολία να το πιστέψει. Γιατί δικαίως σκέφτηκε ότι μια γλώσσα που δεν γίνεται κατανοητή είναι μια κακώς κατασκευασμένη
γλώσσα» (1977, σ. 93, η έμφαση δική μου, ΑΔ).
Οι επιμελητές του βιβλίου του Condillac, η Shelagh Eltis και ο Walter Eltis, στο αναλυτικό τους εισαγωγικό κείμενο αρκούνται
να προσθέσουν τα εξής:
«Αυτές είναι θέσεις οι οποίες θα
βρουν περισσότερη ανταπόκριση από φιλοσόφους παρά από οικονομολόγους, που ακόμα
και σήμερα παράγουν «απροσπέλαστους κώδικες» (1977, σ. 37).
Μπορούμε να εκλάβουμε την πρόταση αυτή ως μια
μορφή αυτοκριτικής της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας, προερχόμενη από έναν
διακεκριμένο οικονομολόγο, όπως ο εκλιπών Walter Eltis, αλλά αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μια συγκρατημένη
και χωρίς συνέχεια αυτοκριτική.
2. ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
Ο Μ. Bloch[7], αναφερόμενος στη γλωσσική κατάσταση που
επικρατούσε στη Δυτική Ευρώπη κατά την πρώτη φεουδαρχία, γράφει για το
«γλωσσικό σχίσμα» ανάμεσα σε μια οιονεί επίσημη γλώσσα, τα λατινικά, και τα
ποικίλα γλωσσικά συστήματα της καθημερινής ζωής. Τα λατινικά ήταν η γλώσσα στην
οποία έπρεπε να συνταχθούν νομοθετήματα, συνθήκες και συμφωνίες, αλλά ήταν,
ταυτόχρονα, η γλώσσα της οποίας γνώση ανεπαρκή διέθεταν οι τοπικοί χωροδεσπότες
ή βασιλείς ή και την αγνοούσαν πλήρως. Οι συμφωνίες, όμως, είχαν καταρτιστεί σε
μια κοινή γλώσσα μεταξύ τους και οι μορφωμένοι νομικοί έπρεπε να τις μεταγράψουν
στη λατινική.
«Όταν δύο χωροδεσπότες
διαπραγματεύονταν την τιμή μιας γης ή τους όρους μιας σχέσης εξάρτησης, δεν
συζητούσαν βέβαια καθόλου στη γλώσσα του Κικέρωνα. Ήταν υπόθεση κατόπιν του
νομικού να ανεύρει, όπως – όπως, την κλασική επένδυση της συμφωνίας τους. Κάθε
λατινικός Χάρτης (Carta, ΑΔ) ή κάθε λατινική συμφωνητική πράξη
παρουσιάζουν, λοιπόν, το αποτέλεσμα μιας εργασίας μεταφοράς (transposition) την οποία ο ιστορικός σήμερα
πρέπει να κάνει πάλι από την αρχή σε αντίθετη κατεύθυνση, αναζητώντας την
υποβόσκουσα αλήθεια»
(1987, σ. 126).
Υπάρχει μια ιδιότυπη
ευρηματικότητα σ’ αυτή τη γλωσσική μετατροπή. Λέξεις που δεν υπάρχουν στα
λατινικά «παράγονται» σε μια λατινόμορφη εκδοχή είτε με προσθήκη λατινικής
κατάληξης, είτε με περισσότερο ευφάνταστες πρακτικές:
«Το χειρότερο ήταν ότι, στην
αναζήτηση των παραλληλισμών, οι καθαρολόγοι δεν δίσταζαν καθόλου να πάρουν ως
οδηγό λιγότερο την αναλογία των σημασιών και περισσότερο εκείνη των ήχων»
(1987, σ. 127).
Κατά συνέπεια
«Ακόμη λοιπόν και στην τεχνική γλώσσα
του δικαίου το λεξιλόγιο ήταν ταυτόχρονα πολύ αρχαΐζον και αρκετά ρευστό, έτσι
ώστε να μην της επιτρέπει να εφάπτεται της πραγματικότητας. … Στο πεδίο όμως
των κοινωνικών θεσμών η αναρχία των λέξεων συνεπάγεται σχεδόν υποχρεωτικά την
αναρχία των πραγμάτων» (1987, σ. 127).
Ο τρίτος κατά σειρά εκπρόσωπος
της σχολής των Annales, ο F.
Braudel, μας υπενθυμίζει τη
«συμβουλή» του προγενέστερού του Henri Berr και, κυρίως, του συνιδρυτή των Annales, του Lucien Fabvre, ότι
«οι λέξεις κλειδιά του ιστορικού
λεξιλογίου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται παρά ύστερα από επανειλημμένη έρευνα.
Ποια είναι η προέλευσή τους; Με ποιον τρόπο έφθασαν ως εμάς; Μήπως είναι
παραπλανητικές; … Όλοι οι πολιτισμοί, και αυτός ακόμη ο βαβυλωνιακός, ο αρχαίος
ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ίσως όλοι οι άλλοι πολιτισμοί που μπλέχτηκαν μέσα στη
δίνη των αναγκών και των διενέξεων των συναλλαγών, της παραγωγής και της
κατανάλωσης, χρειάστηκε να εφεύρουν ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο, του οποίου οι
λέξεις δεν έπαψαν έκτοτε να αλλάζουν εννοιολογικό περιεχόμενο».[8]
Ο Braudel αφιερώνει τις επόμενες σελίδες στην διερεύνηση
της ετυμολογίας της λέξης «καπιταλισμός» και «κεφάλαιο», και στις χρήσεις αυτών
των λέξεων – κυρίως του κεφαλαίου - από τον 12ο αιώνα και μετά. Η
πρακτική αυτή, προφανώς, δεν ήταν τυχαία, δεν περιορίζεται μόνο σε τόσο
αμφιλεγόμενες λέξεις. Ο Braudel επαναλαμβάνει σε άλλο του βιβλίο την αναζήτηση των λέξεων και του νοήματός
τους στην ιστορία με τη λέξη «πολιτισμός».[9]
Ο Christopher Hill, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς
της Μεγάλης Βρετανίας του 20ου αιώνα, μας μεταφέρει στην εποχή των
πολιτικών επαναστάσεων του 17ου αιώνα και την τότε σημασία που
διατηρούσε η λέξη «ελεύθερος» (free) στις πολιτικές διαμάχες της εποχής. Ο Hill σημειώνει ότι
«Η λέξη libertas στα μεσαιωνικά λατινικά
περιέχει την ιδέα του δικαιώματος να αποκλείεις άλλους από την ιδιοκτησία σου,
από το προνόμιό σου. Το να είσαι ‘ελεύθερος’ από κάτι σημαίνει να απολαμβάνεις
αποκλειστικά δικαιώματα σε σχέση με αυτό. … Όταν τα μέλη του κοινοβουλίου
μιλούσαν για την υπεράσπιση της ‘ελευθερίας και της ιδιοκτησίας’, εννοούσαν
μάλλον το ‘προνόμιο και την ιδιοκτησία’ παρά αυτό που σημαίνει η σύγχρονη
έννοια της ελευθερίας».[10]
«Οι λέξεις εξαπατούν, επειδή η σημασία τους αλλάζει», καταλήγει ο Hill.
Να θυμίσω εν παρόδω τη χρήση
της λέξης «ελευθερία» και «ελεύθερος» από τον Μαρξ. Ο προλετάριος - εργάτης
είναι διπλά ελεύθερος: Ελεύθερος από τους εξω-οικονομικούς καταναγκασμούς που
επέβαλε ο φεουδαλισμός, αλλά και «ελεύθερος», δηλαδή στερημένος, από την
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.[11]
Η χρήση της λέξης «ελεύθερος» από τον Μαρξ προσλαμβάνει μια σημασία απόλυτα
αντίθετη προς εκείνη που επικρατούσε ως το τέλος του 17ου αιώνα ή
και μετά.
Αφήνοντας τις δυσκολίες του
ιστορικού, οι οποίες ούτε ασήμαντες είναι, ούτε χρονικά εντοπισμένες στα χρόνια
της πρώτης φεουδαρχίας – περίπου χίλια χρόνια πριν, δηλαδή - και ας στραφούμε
στις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ένας πιο ειδικευμένος ιστορικός, ο ιστορικός
της οικονομικής σκέψης. Η A. Finkelstein, έχοντας διατρέξει μια τεράστια ποικιλία κειμένων – από προσωπικά
ημερολόγια, βιβλία, επιστολές και λοιπές μορφές δημόσιου και ιδιωτικού λόγου –
εξετάζει τα ποικίλα νοήματα και τις χρήσεις της λέξης «profit» για την Αγγλία κατά τον 16ο
και 17ο αιώνα. Ένα από τα βασικά της συμπεράσματα εμφανίζεται στην
αρχή του 9ου Κεφαλαίου του βιβλίου της:
«Αντιμετωπίζοντας μια λέξη, της
οποίας η ιστορία εκτείνεται τόσο πολύ στο παρελθόν, όπως αυτή του κέρδους (profit), συχνά είναι σοφό να αρχίζεις
με μια σύντομη διερεύνηση της σημερινής της σημασίας ώστε οι σύγχρονοι
αναγνώστες να κατανοήσουν το φορτίο που επιφέρουν στις ερμηνείες που επιχειρούν
σε οποιοδήποτε κείμενο του παρελθόντος. Αν το κέρδος προκαλούσε μια τόσο απλή αντίδραση όπως φαίνεται να
προϋποθέτουν οι σύγχρονοι ορισμοί του, μια τέτοια προσέγγισης ίσως να ήταν
αποτελεσματική. Αλλά όταν κάποιος προσπαθήσει να καθορίσει επακριβώς τι
εννοούμε με τη λέξη κέρδος, να
ξεκλειδώσει τις συνδηλώσεις της, όπως και τις ποικίλες σημασίες της στη
λογιστική και στα εγχειρίδια οικονομικών, αποκαλύπτει ένα τόσο σύνθετο δίκτυο
σημασιών, ώστε να φαίνεται καλύτερο να αναβάλει την επεξεργασία αυτή μετά από
την προσεκτική μελέτη της λέξης κέρδος στην πρώιμη σύγχρονη εποχή, ώστε να
γεννηθεί στους αναγνώστες η υποψία ότι οι δικές τους απόψεις για το κέρδος δεν
είναι τόσο αποσαφηνισμένες, όπως νόμιζαν προηγουμένως. Έτσι, οι σημερινές
διαμάχες μπορεί στην πραγματικότητα να φωτίσουν τις προγενέστερες επιτρέποντάς
μας να δούμε πώς τα προγενέστερα παράδοξα εξελίχθηκαν στα μεταγενέστερα». [12]
Η λέξη «κέρδος» στην αγγλική
γλώσσα είχε προσλάβει μια πολύπλοκη πολυσημία, καθώς το χρησιμοποιούσαν να
δηλώνει το όφελος, ιδιωτικό, δημόσιο, του βασιλιά ή και της εκκλησίας, την
πρόοδο σε κάποια κατάσταση ή υπόθεση, την πνευματική ή θρησκευτική βελτίωση, και,
ανάμεσα σ’ αυτά, αλλά σε περιορισμένο βαθμό, και το χρηματικό όφελος, όπως
υποστηρίζει η Finkelstein. Ο Tony
Aspromourgos αναζητά τις νοηματικές
μετατοπίσεις στη σημασία λέξεων όπως η «τιμή», το «κόστος», η «ζήτηση», η
«προσφορά» στην περίοδο πριν από τον Adam Smith.[13] Όμως αντίστοιχες πολυσημίες και
μετατοπίσεις χαρακτηρίζουν και τη λέξη «οικονομία», το νόημα της οποίας ως το
τέλος σχεδόν του 18ου αιώνα δεν σηματοδοτούσε τίποτε αντίστοιχο με
το σημερινό της νόημα. Και ο λόγος ήταν απλός: η οικονομία ως αφηρημένο,
θεωρητικό, αντικείμενο, ως ιδεατός χώρος, ο οποίος περιείχε το σύνολο των
οικονομικών δραστηριοτήτων και αλληλεπιδράσεων της υπό συγκρότηση ή της ήδη
συγκροτημένης εμπορευματικής κοινωνίας, απλώς δεν υπήρχε.[14]
Θα προσθέσω ένα παράδειγμα
ακόμη, από ένα άρθρο της Joan Robinson που εγκαινίασε μια τεράστια διαμάχη μεταξύ των δύο Cambridge, εκείνου της Αγγλίας και εκείνων της
Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Η διαμάχη αφορούσε την έννοια του «κεφαλαίου» και,
συνακολούθως, αν οι οικονομολόγοι νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν την έννοια
της «συνολικής συνάρτησης παραγωγής» στα υποδείγματα μεγέθυνσης και διανομής.
Γράφει η J. Robinson:
«… η συνάρτηση παραγωγής έχει υπάρξει
ένα πανίσχυρο όργανο παραπλάνησης. Ο φοιτητής της οικονομικής θεωρίας
διδάσκεται να γράφει Ο =
f(L,C) όπου L είναι μια ποσότητα εργασίας, C
μια ποσότητα κεφαλαίου και Ο ένα μέγεθος σύνθετης παραγωγής αποτελούμενης από
εμπορεύματα. Διδάσκεται να υποθέτει ότι όλοι οι εργάτες είναι ομοιόμορφοι και
να μετρά το L σε εργατοώρες. Κάτι του λένε σχετικά με το
πρόβλημα του δείκτη (index number) που ενυπάρχει στην επιλογή
μιας μονάδας αυτής της σύνθετης παραγωγής. Και στη συνέχεια περνάμε βιαστικά
στο επόμενο θέμα, με την ελπίδα ότι θα ξεχάσει να ρωτήσει σε τι μονάδες μετράμε
το C. Πριν καν ακόμη αναρωτηθεί,
έχει γίνει καθηγητής οικονομικών και αυτές οι άθλιες συνήθειες σκέψης
μεταλαμπαδεύονται από τη μια γενιά στην επόμενη».[15]
Αυτό που λέει η J.
Robinson είναι ότι διακόσια χρόνια,
σχεδόν, μετά τον Adam Smith
και την κλασική πολιτική οικονομία, η λέξη «κεφάλαιο» είχε αποκτήσει ασάφεια –
αν δεχθούμε ότι τότε ήταν σαφής - και ότι η ασάφεια αυτή είχε σοβαρές συνέπειες
στην αναλυτική
οργάνωση του επιχειρήματος. Μεταξύ των άλλων η θεωρία της οριακής
παραγωγικότητας ως θεμέλιο της διανομής δεν μπορούσε να υποστηριχθεί. Δυστυχώς,
ο Braudel δεν είδε ότι η λέξη
εξακολουθούσε στα μέσα του 20ου αιώνα να είναι αμφιλεγόμενη.
Για την ιστορία και το ηθικό
της δίδαγμα, η διαμάχη των δύο Cambridge έληξε με την απόλυτη επικράτηση εκείνου που ήταν στην Αγγλία.[16]
Θα περίμενε κάποιος ότι η διδασκαλία στις αίθουσες και τα κείμενα των
εγχειριδίων οικονομικής, ή, τουλάχιστον, εκείνα που εξειδικεύονται στα ζητήματα
μεγέθυνσης και διανομής, θα προσαρμοζόταν στο κατά τεκμήριο επιστημονικά ορθό.
ΛΑΘΟΣ! Αυτό που εξαφανίστηκε ήταν η άποψη που επικράτησε, ενώ η άποψη των Samuelson
και Solow, οι οποίοι αποδέχθηκαν το σφάλμα της προσέγγισής
τους, αποτελεί τη μόνη κυρίαρχη άποψη που διδάσκεται και χρησιμοποιείται στην
έρευνα. Το πλέον δημοφιλές βιβλίο για την οικονομική μεγέθυνση στις ΗΠΑ τη
δεκαετία του 1990 δεν περιέχει ούτε μια αναφορά στο θέμα, ενώ αναφέρεται σε μία
περίπτωση στη J. Robinson,
δύο στον N. Kaldor (σε όλες
τις περιπτώσεις για άσχετα θέματα), καμία στον L. Pasinetti, για να αναφέρω τρεις από τους
πρωταγωνιστές του Cambridge UK.[17]
Είναι προφανές ότι εν
προκειμένω εγείρονται ένα πλήθος ζητημάτων, θεωρίας, δεοντολογίας, πολιτικής
και ηθικής τάξεως, με αφορμή μια διχογνωμία για την έννοια μιας λέξης. Και ας
είμαστε σαφείς: είναι η έννοια της λέξης «κεφάλαιο» που είναι στο επίκεντρο της
διαμάχης, το πρόβλημα της μονάδας μέτρησης είναι δευτερογενές ζήτημα – έστω και
αν αποδείχθηκε καταλυτικό για την έκβαση της διαμάχης.
Κάθε εποχή έχει ένα, και,
ενδεχομένως, περισσότερα από ένα, εννοιολογικό σύστημα, ένα τρόπο κατανόησης
του κόσμου. Η κατανόηση και η διερεύνηση του εννοιολογικού συστήματος που
ενεργοποιεί τη σκέψη ενός συγγραφέα και την αποτυπώνει σε κείμενο επιτρέπει να
κατανοήσουμε τη χρήση των όρων και το εν δυνάμει θεωρητικό πλαίσιο. Οι
επιδράσεις από θεολογικές – θρησκευτικές αντιλήψεις, φιλοσοφικές προσεγγίσεις,
πολιτικά προτάγματα και επιλογές, από μεθόδους και θεωρίες που αναπτύσσονται σε
άλλα επιστημονικά πεδία, όπως οι φυσικές επιστήμες ή η ιατρική και η φυσιολογία
των ζώντων οργανισμών, δημιουργούν ένα σύνθετο πλέγμα νοημάτων, δοξασιών και
αντιλήψεων. Είτε ονομάσουμε τις σύνθετες αυτές εννοιολογικές αποτυπώσεις
«κοσμοαντίληψη», «ιδεολογία». «πνεύμα της εποχής (Zeitgeist), είτε (ατομική)
θεώρηση (Vision – κατά τον J. Schumpeter) η αναγνώριση και η ανάλυσή τους μας
επιτρέπει να κατανοήσουμε όχι μόνο τη σημασία των λέξεων, αλλά τον τρόπο που οι
λέξεις οργανώνουν και οργανώνονται σε θεωρητικές προτάσεις. Στο ζήτημα αυτό
επιχειρούμε εδώ μια απλή αναφορά, καθώς θα το αντιμετωπίσουμε στο τέλος αυτού
του Πρώτου Μέρους.
Κάθε κείμενο – και τα κείμενα
είναι η πρώτη ύλη της ιστοριογραφίας των οικονομικών – έχει ένα κοινό στο οποίο
απευθύνεται, έναν πραγματικό ή φανταστικό, ιδεατό, αναγνώστη, έναν ή
περισσότερους επιστημονικούς αντίπαλους, έναν ή περισσότερους επιστημονικούς
συνοδοιπόρους, μαθητές, δασκάλους. Είναι μάλλον αδύνατο να κατανοήσουμε τη
θεματολογία και τα επιχειρήματα του Αριστοτέλη, αν δεν τα τοποθετήσουμε σε μια
μορφή «διάλογου» με τον Πλάτωνα, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τις απόψεις του Malthus, του Ricardo ή του J. Mill αν δεν
αντιληφθούμε το πώς διατυπώνουν τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους συνομιλώντας,
προφορικά, μέσω γραμμάτων, άρθρων και βιβλίων, συνεχώς μεταξύ τους. Είναι
μάλλον δύσκολο να κατανοήσουμε τις διακλαδώσεις και τις μετατοπίσεις στις
θέσεις του νεαρού Μαρξ χωρίς τις αντιπαραθέσεις του με τους Νέους Χεγκελιανούς
και, αργότερα, με τον Προυντόν ή να εκτιμήσουμε το ώριμο έργο του χωρίς την
βοήθεια και, ταυτοχρόνως, τις στρεβλώσεις που προκάλεσε ο στενός του φίλος και
σύντροφος Engels και, κυρίως, τον κριτικό του «διάλογο» με
την κλασική πολιτική οικονομία. Ο H. Katouzian υποστηρίζει ότι ο Mendeville έγραψε το The Fable of the Bees για να αντιπαρατεθεί στην Καλβινιστική
αυστηρότητα της εποχής και ότι ο Adam Smith απέκρουσε την επιχειρηματολογία του τόσο στη Θεωρία
των Ηθικών Συναισθημάτων (αμέσως), όσο και στον Πλούτο των Εθνών – έστω
και αν το όνομα του Mendeville δεν αναφέρεται σ’ αυτό.[18]
Ο ίδιος ο Adam Smith συγκρούεται με πάθος με έναν αντίπαλο που ποτέ δεν κατονομάζει, τον James
Stuart. Συχνά, μέσα σ’ αυτές τις,
άμεσες ή έμμεσες, ανταλλαγές οι λέξεις ορίζονται εκ νέου, αποκτούν νέα νοήματα
ή προτείνονται νέες λέξεις κατάλληλες
για να αποτυπωθεί η ουσία των επιχειρημάτων.
Αν δεν τοποθετήσουμε το
κείμενο ενός συγγραφέα στο πλαίσιο της διαμάχης του είναι σαν – στην καλύτερη
περίπτωση – να γινόμαστε μάρτυρες μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, αλλά να μπορούμε
να ακούμε μόνο τον έναν από τους δύο – ή περισσότερους – συνομιλητές. Αλλά τότε
δεν μπορούμε να κατανοούμε πλήρως ούτε τα λόγια αυτού τον οποίον ακούμε.
Κάποιες λέξεις που χρησιμοποιεί ανήκουν σ’ έναν άγνωστο σ’ εμάς λεκτικό κώδικα,
κοινό, όμως, στους δύο συνομιλητές. Ίσως θα μπορούσαμε να αποκαταστήσουμε τον
κώδικα, τη σημασία των λέξεων που αγνοούμε – ή, ακόμα χειρότερα, που νομίζουμε
ότι ξέρουμε τη σημασία τους, επειδή έχουμε και εμείς τις ίδιες λέξεις, αλλά που
σημαίνουν διαφορετικά νοήματα – αν ακούγαμε τον άλλο συνομιλητή να εμπλέκεται
στη συζήτηση, να συμφωνεί, να απορρίπτει, να διορθώνει, να προτείνει κάτι άλλο.
Αλλά ακούμε μόνο ένα μονόλογο που διακόπτεται από σιγή. Και, βεβαίως, δεν
έχουμε οπτική εικόνα, ούτε πραγματικό ήχο. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως
τα συναισθήματα που επιδρούν στην διατύπωση των επιχειρημάτων, τις λεπτές
αποχρώσεις ειρωνείας ή συγκατάβασης, τους μορφασμούς του προσώπου, τη στάση του
σώματος, την απόγνωση από την αδυναμία κατανόησης και επικοινωνίας, ή την
απόλαυση από μια σπινθηροβόλο ανταλλαγή απόψεων.
Μερικές φορές αυτή η απόγνωση
αποτυπώνεται εγγράφως και διασώζεται, έστω και όχι πάντα αυτούσια. Η Βούλα
Τσούμα στην εισαγωγή της στη μετάφραση στα αγγλικά του έργου του Φιλόδημου Περί
Οικονομίας, σημειώνει ότι
«Η κύρια αντίρρηση κατά του Σωκράτη
είναι ότι παραποιεί την καθημερινή σημασία των όρων που σχετίζονται με τη
διαχείριση του οίκου, ότι αυτά που λέει αποδυναμώνονται από ασάφειες και (ότι)
εμφανίζει τον εαυτό του απλοϊκό (naïve) ή ακόμα και ανορθολογικό».[19]
Ο επικούρειος φιλόσοφος του 1ου
π.Χ. αιώνα αδυνατεί να κατανοήσει τους όρους και – πολύ περισσότερο – την πάγια
«μαιευτική» που εφαρμόζει ο Σωκράτης στον διάλογό του με τον Κριτόβουλο στον Οικονομικό
του Ξενοφώντα. Τους χωρίζουν ίσως λίγο περισσότερο από τρεις αιώνες, αλλά και
οι δύο ανήκουν στην περίεργη αυτή αδελφότητα των φιλοσόφων, και μάλιστα των
ηθικών φιλοσόφων. Αν και προσωπικά τείνω να υποστηρίζω ότι το πρόβλημα έχει τη
ρίζα του στις ανεπάρκειες του ίδιου του Φιλόδημου, χωρίς αμφιβολία το πρόβλημα
διατυπώνεται ρητά: Ο Σωκράτης παραποιεί τη σημασία των όρων, δεν
τους χρησιμοποιεί με τη σημασία που έχουν στην καθημερινή ζωή. Παρά τη
σχετική χρονική εγγύτητα, ο Φιλόδημος δεν θέτει στον εαυτό του τα κρίσιμο
ερώτημα: Ποια καθημερινή ζωή και τίνος; Του πολίτη των Αθηνών του 4ου
π.Χ. αιώνα ή του φιλοσοφούντος επικούρειου που ζει, πλουσιοπάροχα σιτιζόμενος,
στην έπαυλη του Λούκιου Καλπούρνια Πείσωνα; Ο Φιλόδημος μπορεί να μην είχε
αίσθηση της απόστασης που τον χώριζε από τον Σωκράτη ή τον φιλόπονο Ξενοφώντα.
Εμείς, όμως, δεν δικαιούμαστε να έχουμε δικαιολογίες αυτού του είδους.
Θα προσπαθήσω να αποσαφηνίσω
τη σημασία των πιο πάνω σχολίων χρησιμοποιώντας δύο διακριτά, αλλά εύγλωττα,
παραδείγματα. Το πρώτο αφορά την «μεταποίηση» που υπέστη το βιβλίο του Malthus Definitions in Political Economy, που είχε εκδοθεί για πρώτη φορά το 1827, στα
χέρια του «εκδότη και σχολιαστή» J. Cazenove στην επανέκδοση του 1853. Το δεύτερο παράδειγμα εστιάζεται στην αμηχανία
των μεταφραστών να αποδώσουν επαρκώς τα νοήματα του Αριστοτέλη στα Πολιτικά
Α. Χωρίς να υποστηρίζω ότι προσφέρω, ούτε, άλλωστε, την ικανότητα, ούτε
τη διάθεση έχω, μια εναλλακτική «καλύτερη» μετάφραση, επισημαίνω ενδεχόμενους
αναχρονισμούς στην απόδοση όρων ή την προσθήκη μιας λέξης, που παραπέμπει σε
διαφορετικό, νοηματικά και χρονικά, εννοιολογικό πλαίσιο από εκείνο της εποχής
που έγραφε το Αριστοτέλης.
3. ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ
3.1 Ο
MALTHUS ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ CAZENOVE
Στόχος του Malthus το 1827 ήταν να δείξει ότι οι διαφορές στον τρόπο
ανάλυσης και στα συμπεράσματα μεταξύ των οικονομολόγων της εποχής του, του Ricardo, James Mill, Say, McCulloch, και του ίδιου, αλλά και σε σχέση με τους
προγενέστερους, τους Φυσιοκράτες και τον Adam Smith, οφείλονταν σε διαφορετικούς ορισμούς που
χρησιμοποιούσαν, τους οποίους απέδιδαν με τις ίδιες λέξεις: πλούτος, αξία, κλπ.
Με άλλα λόγια, η σημασία, το νόημα, των λέξεων ήταν διαφορετικό. Έτσι, στον
πρόλογο του βιβλίου του έγραφε:
«Οι διαφορές των απόψεων μεταξύ των
διάφορων οικονομολόγων έχουν γίνει τελευταία αντικείμενο παραπόνων. Και πρέπει
να αποδεχθούμε ότι μια κύρια αιτία που τις έχει προκαλέσει μπορεί να εντοπιστεί
στις διαφορετικές σημασίες με τις οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί από διάφορους
συγγραφείς οι ίδιοι όροι».[20]
Λίγες σελίδες μετά, στην
υποσημείωση της σ. 3, επισημαίνει ότι
«Μπορεί να φανεί παράξενο στον
αναγνώστη, αλλά πάντως είναι αλήθεια, ότι τα νοήματα (meanings) όλων αυτών των όρων, που είχαν αποσαφηνισθεί από
τον Adam Smith εδώ και πολύ καιρό, και κατά την άποψή
μου, με τρόπο ώστε να προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό την ορθότητα, έχουν
τελευταία αμφισβητηθεί και τροποποιηθεί».
Ο Malthus μας λέει, λοιπόν, δύο διαφορετικά, αλλά σχετιζόμενα, πράγματα: Μια διαπίστωση, ένα
γεγονός, και μια ερμηνεία του συμβάντος. Πρώτον, ότι μεταξύ των συγχρόνων του
οικονομολόγων επικρατεί ασυνεννοησία, που οφείλεται στο διαφορετικό νόημα των
όρων (λέξεων) που από κοινού χρησιμοποιούν. Δεύτερον, ότι μια αιτία για την
κατάσταση αυτή είναι ότι το νοηματικό περιεχόμενο των όρων αυτών, όπως το
καθιέρωσε ο Adam Smith, έχει αλλάξει. Και, προφανώς, όπως επιχειρηματολογεί στα κεφάλαια του
βιβλίου του που ακολουθούν, αυτές οι νοηματικές μεταβολές δεν ήταν κοινές, αλλά
παρουσίαζαν ιδιομορφίες από συγγραφέα σε συγγραφέα. Μαζί μιλάμε και χώρια
καταλαβαίνουμε, να το «παράπονο» του Malthus.
Στην ουσία ο Malthus θέτει δύο ζητήματα πολύ κοντά στα όσα υποστήριξα πιο πάνω: Πρώτον, πώς
μπορεί να κατανοηθεί η προβληματική και η επιχειρηματολογία ενός συγγραφέα,
χωρίς να τον τοποθετούμε στο δικό του «χώρο», σε σχέση με τους άλλους
συγγραφείς και οικονομολόγους, αλλά και σε σχέση με το κοινωνικό του
περιβάλλον; Δεύτερον, πόσο νομιμοποιημένοι είμαστε αναλύοντας το έργο ενός
παλαιότερου συγγραφέα, να αποδίδουμε στην ορολογία του νοήματα που ο ίδιος
απέφυγε να αποδώσει, είτε γιατί τα απέρριψε, είτε γιατί δεν μπόρεσε, λόγω
διανοητικής ικανότητας, περιβάλλοντος ή εμπεδωμένου τρόπου σκέψης, να
διατυπώσει;
Μπορώ να ακούσω τις αντίθετες
απόψεις – οι οποίες, σε κάποιον βαθμό, είναι ισχυρές και σεβαστές. Πρώτον, η
πολιτική οικονομία στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα ήταν ακόμα μια
«νεαρή» επιστήμη. Είναι απολύτως αναμενόμενο να υπάρχει μια «αταξία» στη
χρησιμοποιούμενη ορολογία. Την ανάγκη αποσαφήνισης της ορολογίας, της «γλώσσας»
των οικονομικών, την είχε ήδη επισημάνει ο Condillac, όπως είδαμε πιο πάνω. Και, δεύτερον, κάθε επιστήμη, ανεξαρτήτως βαθμού
ωριμότητας, βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς αναθεώρησης και εξέλιξης. Αν
τα νοήματα που έδωσε ο Adam Smith στους όρους της
πολιτικής οικονομίας δεν γίνονταν αντικείμενο αμφισβήτησης και προσαρμογής –
μεταλλαγής, αν δεν υιοθετούσαμε νέους όρους για να αποδώσουμε καλύτερα τα
νοήματα και δεν δίναμε νέο νόημα στους παλαιούς όρους, η επιστήμη θα έμενε
στάσιμη. Χωρίς αμφιβολία. Αλλά είναι διαφορετικό πράγμα να έχουμε κατανόηση της
μεταβαλλόμενης σημασίας των όρων από το να θεωρούμε ότι οι προγενέστεροι
χρησιμοποιούσαν τους όρους με τη σημασία που τους αποδίδουμε σήμερα. Πολλές
φορές, άλλωστε, οι προγενέστεροι είχαν άλλους όρους – λέξεις – για να αποδώσουν
έννοιες που σήμερα αποδίδονται από όρους, με τους οποίους εκείνοι κατανοούσαν
τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο όρος «οικονομία» είναι ένας από αυτούς, όπως θα
δούμε στη συνέχεια.
Ας επιστρέψουμε στην έκδοση
του 1853 και στην εκδοτική απόπειρα του Cazenove. Υπάρχουν ορισμένες έντονες μορφικές διαφορές μεταξύ των δύο εκδόσεων:
Πρώτον, το αρχικό βιβλίο περιλάμβανε 261 σελίδες, η νέα έκδοση αριθμεί μόλις
140. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι η διαφορά στις σελίδες δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα,
λόγω των μικρότερων τυπογραφικών στοιχείων και του μεγέθους της σελίδας, η
έκδοση του 1853 περιλαμβάνει μια πληθώρα σχολίων του Cazenove, σχόλια τα οποία καταλαμβάνουν αρκετές σελίδες. Δεύτερον, έχουν γίνει
ορισμένες ανακατατάξεις των κεφαλαίων. Τα κεφάλαια Χ και ΧΙ (Ορισμοί της
Πολιτικής Οικονομίας και Σχόλια επί των Ορισμών, αντίστοιχα), που είναι τα δύο
τελευταία στην αρχική έκδοση, έχουν τοποθετηθεί στην αρχή σχεδόν της έκδοσης Cazenove, ως κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει
ότι τα συμπεράσματα έχουν μεταφερθεί στην αρχή, ενώ η αναλυτική τεκμηρίωση τους
κατά συγγραφέα (κεφάλαια ΙΙ ως ΙΧ – αφιερωμένα εν σειρά στους Φυσιοκράτες, Adam Smith, Say, Ricardo, J. Mill, McCulloch, S. Bailey, ο οποίος αναφέρεται, και στις δύο εκδόσεις, ως «ανώνυμος
συγγραφέας») έπονται, ενώ ένα κεφάλαιο έχει παραληφθεί πλήρως (το κεφάλαιο VII στην έκδοση του 1827). Οι ανακατατάξεις αυτές
οδηγούν σε μια μετατροπή του βιβλίου του Malthus σε ένα είδος «λεξικού» των όρων της πολιτικής οικονομίας με πολυσέλιδα επεξηγηματικά
Παραρτήματα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να περιορισθεί μόνο σε ένα κεφάλαιο
(το ΙΙ στη νέα έκδοση), παραλείποντας όλη την επίπονη απόπειρα του ίδιου του Malthus να τεκμηριώσει τις έννοιες μέσω της αντιπαράθεσης.[21]
Έχουμε, δηλαδή, μια πλήρη εργαλειοποίηση του κειμένου στο βωμό της
χρηστικότητας και της εύκολης γνώσης, της «οικονομίας του κειμένου».
Τα ανωτέρω μπορεί να έχουν
ενδιαφέρον ή να μας αφήνουν πλήρως αδιάφορους, αλλά το ουσιαστικό ζήτημα, κατ’
εμέ, είναι αυτό που αποκαλύπτει ο ίδιος ο Cazenove στον πρόλογό του:
«Στην επανέκδοση των επιχειρημάτων
του συγγραφέα έχουν γίνει μερικές μικρές τροποποιήσεις, χωρίς να επηρεάζουν το
νόημά τους, και σε πολλές περιπτώσεις (τα επιχειρήματα, ΑΔ) έχουν μειωθεί σημαντικά, ιδιαίτερα στα
κεφάλαια των συμπερασμάτων. Αυτό έχει γίνει για να αποφευχθούν μη απαραίτητες
επαναλήψεις. Εν μέρει, όμως, γιατί οι
τροποποιήσεις που προστέθηκαν σ’ αυτήν την έκδοση, κατέστησαν αυτές τις
παρατηρήσεις λιγότερο πρακτικές ή εν συνόλω πλεονάζουσες» (η έμφαση
προστέθηκε από εμένα).[22]
Ας θυμηθούμε ότι τα «κεφάλαια
των συμπερασμάτων» έχουν μεταφερθεί στην αρχή σχεδόν στην επανέκδοση, οπότε δεν
μπορεί να ισχύει το επιχείρημα των «μη απαραίτητων επαναλήψεων». Ενδεχομένως η
αναδιάρθρωση με τα συμπεράσματα στην αρχή δεν εξυπηρετούσε τη σύνοψη με την
περικοπή τμημάτων τους με «μη αναγκαίες επαναλήψεις», αλλά την εμφάνιση των
συμπερασμάτων με τη μορφή αθεμελίωτων αιτιάσεων, καθώς τα συμπεράσματα
προηγούνται των επιχειρημάτων. Και αφού έκανε αυτή την αδιανόητη ανακατασκευή,
ο Cazenove είναι υποχρεωμένος να συνεισφέρει
διευκρινίσεις και τροποποιήσεις, με άλλα λόγια να ερμηνεύσει κατά το δοκούν τον
Malthus.
Με άλλα λόγια, ο Cazenove υποστηρίζει ότι αντικατέστησε επιχειρήματα του Malthus με δικά του ή και τα εξαφάνισε τελείως, για λόγους «πρακτικούς» και
οικονομίας κειμένου. Ακριβώς αυτός είναι ο κίνδυνος που θέλω να επισημάνω, με
αφορμή μια, ομολογουμένως, ακραία και βάναυση επέμβαση, ο κίνδυνος του τρόπου
ανάγνωσης των κειμένων των προγενέστερων διανοητών: Αυτό που έκανε ρητά και
άκομψα ο Cazenove γίνεται, συχνά, άρρητα και με κομψότητα στα έργα που επιχειρούν την
ορθολογική ανασυγκρότηση των απόψεων των οικονομολόγων του παρελθόντος. Θα
εξετάσουμε το θέμα στη συνέχεια του παρόντος (Μέρος Δεύτερο).
Αλλά ο Cazenove συνεχίζει:
«Επιπλέον οι θέσεις του για τα
κείμενα ενός εν ζωή συγγραφέα, που χαίρει υψηλής εκτίμησης και είναι ιδιαίτερα
ταλαντούχος, έχουν πλήρως απαλειφθεί. Δεν ήταν αναγκαίο να αναπαραχθούν για τον
παρόντα σκοπό και να επισύρουμε την προσοχή σε ορισμένες αμφισβητήσεις, προφανώς
λεκτικού χαρακτήρα, που όμως στην πραγματικότητα έδωσαν αφορμή για να
εμφανιστούν γενικευμένες διαφορές αρχών (principles), που κατέληξαν σε αντίθετες και μη συμβιβάσιμες απόψεις» (1853, σ. viii, οι υπογραμμίσεις του Casenove).
Δύο παρατηρήσεις προκαλούνται
από αυτό το απόσπασμα. Πρώτον, ο Cazenove δεν κατάλαβε τίποτα από το επιχείρημα του Malthus. Θεωρεί ότι οι διαφωνίες ήταν για τις λέξεις και
όχι για τα νοήματα των λέξεων. Οι λέξεις είναι κοινές, μας λέει ο Malthus, ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε, δηλαδή το νόημά
τους, διαφέρει. Οι διαφορές δεν είναι λεκτικές, αφορούν την ουσία.
Δεύτερον, στο όνομα αυτών των
«αμφισβητήσεων λεκτικού χαρακτήρα», ο Cazenove «εξαφανίζει» ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το
οποίο στην αρχική έκδοση του 1827 ασχολείται με τον τρόπο που ο J.R. McCulloch, γιατί περί αυτού ο λόγος, χρησιμοποιεί τους
όρους της πολιτικής οικονομίας. Συνολικά το κεφάλαιο αποτελείται, στην έκδοση
του 1827, από 76 σελίδες (!!!), δηλαδή λίγο λιγότερο από το 1/3 του αρχικού
βιβλίου έχει «απαλειφθεί».
Η επίθεση του Malthus στον «χαίροντα υψηλής εκτίμησης και
ταλαντούχο» McCulloch ήταν ιδιαίτερα δριμεία. Ο Malthus υποστηρίζει ότι
«Όσοι μελετούν μια οποιαδήποτε
επιστήμη γενικώς επιθυμούν να χρησιμοποιούν καθορισμένους και κατάλληλους
όρους. Γι’ αυτό το λόγο ο κύριος στόχος τους είναι να αναζητούν χαρακτηριστικές
διαφορές, όχι επιφανειακές ομοιότητες. Όμως, ο Macculloch μοιάζει να αναζητά μόνο ομοιότητες. Και
εφαρμόζοντας αυτήν την αρχή καταλήγει να εξομοιώνει τα υλικά αντικείμενα με τα
μη υλικά, την παραγωγική με τη μη παραγωγική εργασία, το κεφάλαιο με το
εισόδημα, την τροφή του εργαζόμενου με τον ίδιο τον εργαζόμενο, την παραγωγή με
την κατανάλωση, το κέρδος με την εργασία» (1827, σ. 69 – 70).
Λίγο πιο κάτω ο Malthus κατηγορεί τον McCulloch ότι επιχειρεί να ορίσει το «άγνωστο με το άγνωστο» (ignotum per ignotius, σ. 70).
Ανεξαρτήτως αν η κριτική του Malthus είναι βάσιμη ή όχι, είναι προφανές ότι δεν έχει να κάνει με αμφισβητήσεις
«λεκτικού χαρακτήρα». Έχει να κάνει με τα νοήματα που αποκτούν οι λέξεις κατά
την χρήση τους, στην προκειμένη περίπτωση από τον McCulloch. Αν υπολογίσουμε την έκταση που καταλαμβάνει η επίθεση του Malthus στον McCulloch θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο McCulloch αποτελεί έναν από τους κύριους, αν όχι τον
κύριο, στόχους της κριτικής του. Ο McCulloch, που ο Μαρξ
τον θεωρούσε «χυδαίο» οικονομολόγο, είναι εκείνος που εκλαϊκεύει, δηλαδή απλουστεύει
και σχηματοποιεί τα δόγματα της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Εκδίδει το Edinburgh Review, το κύριο
θεωρητικό και εκλαϊκευτικό περιοδικό στο χώρο της Πολιτικής Οικονομίας,
επανέκδωσε με εκτεταμένο πρόλογο δικό του το The Wealth of the Nations του Adam Smith το 1824, ενώ αναλαμβάνει την πρώτη συστηματική προσπάθεια συγκέντρωσης και
έκδοσης κειμένων των προγενέστερων του Adam Smith οικονομολόγων που έγραψαν στην αγγλική, με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι
υποστήριζαν την πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου, όπως και την πρώτη προσπάθεια
συγγραφής μιας ιστορίας της πολιτικής οικονομίας. Η πολύπλευρη και έντονα
δραστήρια παρουσία του McCulloch συγκεντρώνει, βεβαίως, το ενδιαφέρον των συγχρόνων του. Η αντίδραση του Malthus στις απόψεις που διατυπώνει ο McCulloch είναι, επομένως, απολύτως
αναμενόμενη.
Από όλους τους εμπλεκόμενους
οικονομολόγους αυτοί που είναι εν ζωή το 1853 είναι ο McCulloch και o S. Bailey, ο οποίος δεν κατονομάζεται ούτε σ’ αυτήν
την έκδοση, αν και είχε αναλάβει τη συγγραφική ευθύνη του έργου που σχολιάζει ο
Malthus.[23]
Οι φυσιοκράτες είχαν πεθάνει πριν την είσοδο του 19ου αιώνα – Quesnay (1774), Mirabeau (1789), Turgot (1781), du Pont de Nemours (1817) -, όπως και ο Adam Smith (1790), ενώ ο Ricardo είχε πεθάνει το 1823, ο Say το 1832, ο Malthus το 1834, και ο J. Mill το 1836. Όσοι ζούσαν το 1853 πέθαναν
αρκετά χρόνια μετά, ο McCulloch το 1864 και ο S. Bailey το 1870.
Η άσκηση αυτής της εκτεταμένης
λογοκρισίας από τον Cazenove στο βιβλίο του Malthus είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, όχι τόσο
γιατί χαρακτηρίζεται από προφανείς παραβιάσεις της επιστημονικής δεοντολογίας,
ούτε επειδή επιλέγει να προστατεύσει έναν ζώντα και ικανό να υπερασπιστεί
εαυτόν έναντι των τεθνεώτων, όσο για την άμεση άσκηση εξουσίας επί του
κειμένου που επιμελείται. Αν οι λέξεις δεν αποδίδουν το νόημα που εμείς
επιθυμούμε, τόσο το χειρότερο για τις λέξεις. Απλώς διαγράφονται ή αλλάζουν
νόημα.
3.2 Ο
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ
Δεν σκοπεύω να υπεισέλθω στα
σοβαρά προβλήματα και διαμάχες μεταξύ διακεκριμένων αναλυτών του έργου του
Αριστοτέλη για τη μετάφραση και το νόημα των όρων που χρησιμοποιεί. Θα
περιοριστώ στους όρους με οικονομική χροιά, όπως αυτοί εμφανίζονται στα Πολιτικά
Α, κυρίως στις ενότητες 8 ως και 11. Ήδη το 1957 ο K. Polanyi επισήμαινε ότι «κάποιοι κρίσιμοι (key) όροι … έχουν αποδοθεί εσφαλμένα στις μεταφράσεις».[24]
Ο Polanyi στάθηκε στο πώς έχει αποδοθεί το νόημα τριών όρων, καπηλική, μετάδοση
και χρηματιστική:
«Η καπηλική αποδόθηκε ως η τέχνη του
λιανικού εμπορίου (retail trade) και όχι ως η τέχνη του
εμπορίου (commercial trade), η χρηματιστική ως η τέχνη της απόκτησης
χρήματος (money making) και όχι ως … απόκτησης των αναγκαίων για τη ζωή
σε είδος. … η μετάδοση εκλήφθηκε ως ανταλλαγή ή αντιπραγματισμός, ενώ σημαίνει
σαφέστατα το αντίθετό τους, δηλαδή, ‘συνεισφορά του μεριδίου που αναλογεί στον
καθένα’» (1957, σ. 91).
Χωρίς να κρίνουμε τον τρόπο με
τον οποίο ο Polanyi αποδίδει αυτούς τους όρους, είναι βέβαιο ότι ισχύει και για τον ίδιο αυτό
που καταμαρτυρεί στους «μεταφραστές», δηλαδή ότι αποδίδουν στους όρους σημασία
που καθορίζεται από τις δικές τους θεωρητικές και ιδεολογικές δεσμεύσεις,
δηλαδή από την αντίληψή του για τη σύγχρονη οικονομία. Οι μεταφραστικές προτάσεις
του Polanyi καθορίζονται επίσης από τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την οικονομία της
εποχής του Αριστοτέλη σε σύγκριση με την οικονομία, όπως αυτή οργανώνεται από
τον 19ο αιώνα, δηλαδή από την διάκριση μεταξύ οικονομίας που
καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις (embedded) και οικονομίας που καθορίζει τις κοινωνικές σχέσεις, έχοντας πλήρως
ανεξαρτητοποιηθεί από τη δική τους δεσμευτικότητα (disembedded).
Πολλοί μεταφραστές θα
συμφωνούσαν, ίσως με κάποιο δισταγμό, με τις δύο πρώτες παρατηρήσεις του Polanyi, αλλά οπωσδήποτε όχι με την απόδοση που επιχειρεί
στη λέξη «μετάδοση». Πάντως το βασικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής προς την
αγγλική[25]
αποδίδει το «καπηλική» ως «λιανικό εμπόριο», αντιδιαστέλλοντας προς το
«εμπόριο» που το ερμηνεύουν ως εμπόριο μεταξύ πόλεων και περιοχών. Πηγή
προφανώς είναι τα έργα του Πλάτωνα (π.χ., Πολιτικός και Πολιτεία), όπου η
καπηλική ορίζεται ως εμπόριο που πουλάει ήδη προηγουμένως πωληθέντα,
μεταπρατικό εμπόριο δηλαδή, και από άτομα που διαθέτουν μια εμπορική
εγκατάσταση (κατάστημα) εντός των ορίων της πόλης, και αντιδιαστέλλεται προς το εμπόριο μεταξύ
πόλεων και προς το εμπόριο του ίδιου του παραγωγού. Ο Polanyi, θεωρώντας ότι οι εμπορευματικές συναλλαγές την εποχή του Αριστοτέλη μόλις
έχουν ξεκινήσει, διαπράττει έναν αναχρονισμό προς την αντίθετη κατεύθυνση από
εκείνο που κατηγορεί – και εύλογα πολλές φορές – τους μεταφραστές – αναλυτές
του Αριστοτέλη, δηλαδή μετατοπίζει την κοινωνική οργάνωση του 4ου
π.Χ. αιώνα στην εποχή που κυριαρχούσε η φυλή. Τότε η τροφή, τα λάφυρα, κλπ.,
αποδίδονταν στη φυλή και μοιράζονταν εκ νέου. Το σύστημα της φυλής και της
αναδιανομής μπορεί να είχε διατηρηθεί, σε κάποιο βαθμό, στη Σπάρτη, αλλά στην
Αθήνα και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις βρίσκουμε μόνο απόηχους στα κοινά
γεύματα των – συχνών – θρησκευτικών εορτών ή στις επιβαλλόμενες χορηγίες.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί μια
πληθώρα όρων, άλλοτε για να τονίσει σημαντικές ή λεπτές διαφορές, άλλοτε ως
εναλλακτικές εκφράσεις του ίδιου πράγματος. Ενδεικτικά αναφέρω τις εναλλακτικές
χρήσεις μεταξύ κτητικής και χρηματιστικής, που σημαίνουν στο Α8 την τέχνη
απόκτησης των αναγκαίων για τον οίκο πραγμάτων, όπως επισημαίνει ορθά ο Polanyi, τη διασύνδεση που επιχειρεί μεταξύ χρηματιστικής
και ανταλλαγής, με τη μορφή αντιπραγματισμού και στην (ιστορική) εξέλιξη με τη
χρήση νομίσματος, χωρίς να αμφισβητείται ο ουσιαστικά αντιπραγματευτικός
χαρακτήρας της ανταλλαγής, και τη διαφοροποίηση μεταξύ «φυσικής χρηματιστικής»
και «καπηλικής» (ανταλλαγή που αποβλέπει στο κέρδος, κλπ.).
Σε ορισμένες εκφράσεις
χρησιμοποιεί τη λέξη «μεταβλητική» για να αποδώσει τον χαρακτήρα του
αντιπραγματισμού, γεγονός που οδηγεί σε εσφαλμένους συλλογισμούς ακόμη και έναν
εξαιρετικά επιμελή μεταφραστή όπως ο Παναγής Λεκατσάς.[26]
Σε κάποιες νεώτερες μεταφράσεις τα πράγματα
βελτιώνονται, όταν ο όρος «οικονομία» μεταφράζεται ως «διαχείριση του οίκου»
και ο όρος «χρηματιστική» ως «τέχνη απόκτησης πλούτου», με τον πλούτο να
ορίζεται από τον Αριστοτέλη περιγραφικά ως
«μεγάλος αριθμός νομισμάτων και
άφθονη γη, κατοχή πολλών, μεγάλων και όμορφων κτημάτων, επίσης η κατοχή πολλών
και ωραίων εργαλείων, ζώων και δούλων».[27]
Αυτό που, συνήθως, συγχέουν οι
μεταφραστές είναι η διαφορά μεταξύ «χρήματος» και «νομίσματος». Ο Αριστοτέλης
πάντοτε διακρίνει μεταξύ «χρημάτων», δηλαδή αντικειμένων, οργάνων, κλπ., που
είναι χρήσιμα, και νομισμάτων. Αυτή η σαφής διάκριση, αν την
παραβλέψουμε, οδηγεί στη σύγχυση σε σχέση με την λέξη «χρηματιστική», από τέχνη
απόκτησης χρημάτων, σε τέχνη απόκτησης νομισμάτων, ή, ακόμα χειρότερα, σε «business», όπως αποδίδει τον όρο, μάλλον α-φιλοσοφικά και
σίγουρα αν-ιστορικά, ο P. Simpson.[28]
Μερικές φορές οι ιδεολογικές
αναγνώσεις των κειμένων δεν αρκούνται στην απόδοση των νοημάτων των όρων με
τελείως διαφορετικό τρόπο από τον σκοπούμενο από το συγγραφέα, αλλά προσθέτουν
στο κείμενο διευκρινίσεις. Ο Παναγής Λεκατσάς, λ.χ., αποδίδει την πρόταση του
Αριστοτέλη
«οίον οίνον προς σίτον διδόντες και
λαμβάνοντες και των άλλων των τοιούτων έκαστον»
ως
«δίδουν και λαμβάνουν τουτέστιν οίνον
αντί σίτου, σίτου αντί οίνου και άλλα αντί πραγμάτων της αυτής χρησιμότητας» (χ.χ., σ. 119 – 121).
Ο Αριστοτέλης, βεβαίως, στα Πολιτικά
δεν αναφέρεται στην αναλογία της ανταλλαγής μεταξύ των προϊόντων. Το ζήτημα των
απασχολεί στα Ηθικά Νικομάχεια Ε, όπου η αναλογία κρίνεται με αναφορά σε
παράγοντες που δεν εξισώνουν χρησιμότητες των συναλλασσόμενων προσώπων ή των
ανταλλασσόμενων αντικειμένων. Με άλλα λόγια, η θεωρία της χρησιμότητας ως
καθοριστικού παράγοντα των σχετικών τιμών εισάγεται στην προβληματική του
Αριστοτέλη παραποιώντας την με τρεις λεξούλες: της αυτής χρησιμότητας.
Βεβαίως, όπως επισημαίνει η Hannah
Arendt, οι μεταφραστικές περιπέτειες
των κειμένων του Αριστοτέλη ξεκίνησαν ήδη από τις λατινικές αποδόσεις τους. Ο
Σενέκας μεταφράζει το «φύσει μεν εστί
άνθρωπος ζώον πολιτικόν» σε «ζώο κοινωνικό», έστω και αν στην αρχαία
ελληνική η έννοια της «κοινωνίας» δεν υπάρχει, αλλά είναι ρωμαϊκής προέλευσης.
Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Θωμάς Ακινάτης εισάγοντας το «κοινωνικός» ως
επεξήγηση του «πολιτικός»: «ο άνθρωπος
είναι εκ φύσεως πολιτικός, δηλαδή κοινωνικός».[29]
Η λατινική λέξη «societas»,
μας εξηγεί η Arendt σήμαινε
αρχικά
«τη συνένωση μεταξύ ατόμων για μια
συγκεκριμένη υπόθεση … για να εξουσιάσουν άλλους ή να διαπράξουν κάποιο
έγκλημα. Μόνο με την κατοπινή έννοια μιας societas generis humani, μιας ‘κοινωνίας του ανθρώπινου γένους’,
αρχίζει να αποκτά ο όρος ‘κοινωνικός’ το καθολικό νόημα μιας θεμελιώδους
ανθρώπινης κατάστασης»
(σ. 41)
Η Arendt οδηγείται στο συμπέρασμα
«… αυτή η ανεπίγνωστη υποκατάσταση
του κοινωνικού στη θέση του πολιτικού αποκαλύπτει σε πόσο μεγάλο βαθμό η αρχική
ελληνική αντίληψη της πολιτικής είχε χαθεί» (1986, σ. 40).
Στα θέματα των εννοιών που
συνδέονται με λέξεις οικονομικής χροιάς θα επανέλθουμε πιο κάτω περισσότερο συστηματικά.
3.3 ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Επικαλέστηκα δύο παραδείγματα,
του Malthus και του Αριστοτέλη, για να δείξω τη σημασία των λέξεων και των νοημάτων που
τις συνοδεύουν. Τα νοήματα αλλάζουν διαχρονικά, οι λέξεις χάνουν το αρχικό τους
νόημα και αποκτούν νέα νοήματα, παραπλήσια ή τελείως διαφορετικά από τα αρχικά.
Αυτό είναι η ουσία των μεταφράσεων του Αριστοτέλη. Η ουσία του παραδείγματος
του Malthus έχει δύο όψεις: Πρώτον, τα νοήματα, δηλαδή ο τρόπος που χρησιμοποιούνται οι
λέξεις, ενδέχεται να διαφέρουν ακόμη και μεταξύ ατόμων που ανήκουν στην ίδια
εποχή, στην ίδια κοινωνική ομάδα ή τάξη, έχουν κοινά «διαβάσματα», τις ίδιες
κοινωνικές εμπειρίες από το περιβάλλον τους, και, επιπλέον, βρίσκονται σε μια
συχνότατη επικοινωνία μεταξύ τους: συζητάνε συχνά δια ζώσης, ανταλλάσσουν
επιστολές, γράφουν βιβλία. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Malthus έχει την εντύπωση, τουλάχιστον, ότι μιλάνε για διαφορετικά πράγματα, μιλάνε
ξένες και άγνωστες γλώσσες μεταξύ τους. Προσφέρει ένα είδους λεξικό οικονομικών
όρων, μήπως και αυτή η επικοινωνία αποκατασταθεί, έστω και μετά τον θάνατο των
σημαντικότερων από τους συμμετέχοντες.
Η άλλη πτυχή του παραδείγματος
είναι περισσότερο οδυνηρή, γιατί λειτουργεί καταλύοντας κάθε έννοια
συστηματικής γνώσης και επιστημονικού διαλόγου. Η πρακτική του Cazenove στην έκδοση του βιβλίου του Malthus δεν αποτελεί ένα ακραίο και μεμονωμένο
συμβάν που ανήκει σε άλλη εποχή. Η πρακτική του Cazenove, δηλαδή η «οικονομία του κειμένου» που παραπλανά, η αποσιώπηση των
προβλημάτων και η εύνοια των «φίλων», που «χαίρουν
υψηλής εκτίμησης και είναι ιδιαίτερα ταλαντούχοι», ίσως να είναι σήμερα
περισσότερο παγιωμένη και περισσότερο εκτεταμένη από όσο νομίζουμε.
Είναι εύλογο να ολοκληρώσουμε
αυτή την Εισαγωγή παραθέτοντας ένα απόσπασμα από τον K. Tribe, με απόσπασμα του οποίου ξεκίνησε αυτό το
Κεφάλαιο.
«Επισύροντας την προσοχή σ’ αυτή τη
μεταβαλλόμενη χρήση (των λέξεων, ΑΔ)
ευελπιστώ να καταθέσω ορισμένες παρατηρήσεις. Πρώτον, υπάρχει η αρχή (principle) ότι η σημασία μιας λέξης έγκειται στη χρήση της
και, συνεπώς, ακολουθώντας την μεταβαλλόμενη σημασία της (λέξης) «οικονομία»
και των συναφών της ταυτοποιούμε νοηματικές ασυνέχειες. Δεύτερον,
αποδεικνύοντας την ύπαρξη αυτών των νοηματικών ασυνεχειών αποκτούμε συνείδηση
του γεγονότος ότι δεν πρέπει να εφαρμόζουμε απλώς σημερινές αντιλήψεις της
οικονομικής δραστηριότητας σε κείμενα ή σε συμπεριφορές του παρελθόντος».[30]
Στα επόμενα Κεφάλαια αυτού του
Μέρους θα ασχοληθούμε με τις νοηματικές διαδρομές της λέξης «οικονομία» και στη
συνέχεια με τη σχέση που υπάρχει μετά των διαφορετικών νοημάτων που
προσλαμβάνει η λέξη αυτή, όπως και η λέξη «πλούτος», στην ιστορική της διαδρομή
με τους ορισμούς του αντικειμένου της οικονομικής.
[1]
‘Όπως
παραπέμπεται από τον K.M. Baker, “The Early History of the Term ‘Social
Science’”, 1964, Annals of Science, σ.
211.
[2] E.
Cassirer, Ο Μύθος του Κράτους, 1991 [1946], Γνώση, σ. 387.
[3]
G.
Myrdal, Το Πολιτικό Στοιχείο στην
Οικονομική Θεωρία,
1985 [1954 αγγλική έκδοση – 1929 στη σουηδική], Παπαζήσης, μετ. Κ. Σοφούλη, σ.
22 κ.ε.
[4]
K. Tribe, The Economy of the Word: Language, History
and Economics, 2015, Oxford Un. Press, σ. 22.
[5]
A. Wakefield, The
Disordered Police State: German Cameralism as Science and Practice,
2009, Un. of Chicago Press, σ. 2.
[6]
Étienne Bonnot, Abbé de
Condillac, Commerce and Government Considered in their Mutual Relationship,
1977 [1776], Elgar, edited by Shelagh Eltis and Walter Eltis.
[7]
M. Bloch, Η Φεουδαλική Κοινωνία: Η Διαμόρφωση των
Σχέσεων Εξάρτησης – Οι Τάξεις και η Διακυβέρνηση των Ανθρώπων, 1987 [1939], μετ. Μπ. Λυκούδης, Κάλβος,
σ. 123 κ.ε.
[8]
F.
Braudel, Υλικός Πολιτισμός, Οικονομία
και Καπιταλισμός – 15ος – 18ος Αιώνας, Τόμος Β – Τα Παιγνίδια της Συναλλαγής,
1998, Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, μετ. Φ. Δρακονταειδής, σ. 263, με μικρή
αλλαγή στη μετάφραση.
[9]
F.
Braudel, Η Γραμματική των
Πολιτισμών, 2002 [1993], ΜΙΕΤ, μετ. Α. Αλεξάκης,
σ. 51 κ.ε.
[10]
Ch.
Hill, Ο Αιώνας των Επαναστάσεων:
1603 – 1714, 2011, Οδυσσέας,
σ. 69 και 71.
[11]
Κ.
Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Α, 1978, Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Π.
Μαυρομάτη, Κεφάλαιο 24, σ. 738 – 40.
[12]
A.
Finkelstein, The Grammar of Profit: The Price Revolution in Intellectual Context,
2006, Brill, σ. 283.
[13]
T. Aspromourgos, The
Science of Wealth: Adam Smith and the Framing of Political Economy,
2009, Routledge, σ. 101 κ.ε.
[14] Δες
M. Schabas, The Natural Origins of Economics, 2007, Un. of Chicago Press, Κεφάλαιο 1.
[15]
J.
Robinson, ‘The Production Function and the Theory of Capital”, 1953 – 4, Review
of Economic Studies, σ. 81.
Περιλαμβάνεται στο J. Robinson, Collective Economic Papers, Vol. 2,
1965, Blackwell και στο G.C. Harcourt
– N.F. Laing (eds), Capital and Growth, 1971, Penguin.
[16]
Για
μια πλήρη εξιστόρηση και το αναλυτικό περιεχόμενο της διαμάχης δες G.C.
Harcourt, Some Cambridge Controversies in the Theory of Capital, 1972,
Cambridge Un. Press.
[17]
R.J. Barro – X. Sala-i-Martin,
Economic
Growth, 1995, McGraw-Hill. Στον
πρόλογό του στο βιβλίο αυτό ο N.G. Mankiw γράφει «Το πεδίο της οικονομικής
μεγέθυνσης ξαναζωντάνεψε. Όταν άρχισα να μελετώ τα οικονομικά σχεδόν δύο
δεκαετίες πριν, το πεδίο της οικονομικής μεγέθυνσης ήταν σε λήθαργο (dormant)» (σ. xv). Προφανώς ο βαθύς
ύπνος προκάλεσε και μια βολική επιλεκτική απώλεια μνήμης.
[18] H.
Katouzian, Ideology and Method in Economics, 1980, Macmillan, σ. 160 – 1.
[19]
V. Tsouma, Philodemus, On Property Management,
2012, Society of Biblical Literature, σ. Xvii.
[20] T.R.
Malthus, Definitions in Political Economy, 1827, σ. vii.
[21]
Υπάρχουν
και άλλες ανασυνθέσεις που επιβάλλει ο Cazenove στο κείμενο του Malthus, αλλά δεν είναι του παρόντος.
[22] T.R.
Malthus, Definitions in Political Economy, 1853, ed. J. Cazenove, Simpkin
and Marshall, σ. vii – viii.
[23]
S. Bailey, A
Critical Dissertation on the Nature, Measures and Causes of Value, Chiefly in
Reference to the Writings of Mr. Ricardo and his Followers, 1825,
Hunter.
[24]
K. Polanyi, “Aristotle Discovers the Economy”, στο K. Polanyi,
C.M. Arensberg, H.W. Pearson (eds), Trade and Market in the Early Empires:
Economies in History and Theory, 1957, The Free Press, σ. 91.
[25] των
H.G.Liddell – R. Scott, A Greek – English Lexicon, 8th ed., 1897, American Book Company.
[26] Αριστοτέλης,
Πολιτικά
Ι – ΙΙΙ, χ.χ., σε μετάφραση και σχόλια Π. Λεκατσά, Ζαχαρόπουλος, σ.
118, κυρίως υποσημείωση 15, και την εκεί σύγχυση.
[27] Αριστοτέλους,
Ρητορική,
1361α13 κ.ε. Πρβλ. και τη μετάφραση του Ηλία Ηλιού στις εκδόσεις
Ζαχαρόπουλου, χχ. Θα πρέπει να είμαστε,
ωστόσο, προσεκτικοί με τους ορισμούς της Ρητορικής, καθώς ανταποκρίνονται
περισσότερο στις κοινές αντιλήψεις του μέσου πολίτη, παρά στην ακρίβεια των
φιλοσοφικών όρων.
[28]
P. Simpson, A
philosophical Commentary on the Politics of Aristotle, 1998, Un. Of
North Carolina Press.
[29]
H. Arendt, Η
Ανθρώπινη Κατάσταση, 1986 [1958], Γνώση, μετ. Στ. Ροζάνη – Γ. Λυκιαρδόπουλου, σ. 40. Η θεώρηση αυτή από την Arendt είναι, ομολογουμένως, κραυγαλέα εσφαλμένη. Η Arendt δεν μπορεί να αγνοούσε ότι η πρώτη φράση των Πολιτικών
είναι «επειδή πάσαν πόλιν ορώμεν
κοινωνίαν τινά ούσα …». Αλλά η Arendt προσπαθεί να υποστηρίξει την άποψη ότι το
«κοινωνικό», σε αντιδιαστολή προς το «ιδιωτικό» και το «πολιτικό», αποτελεί
φαινόμενο της νεωτερικότητας. Προκειμένου να υποστηρίξει αυτήν την άποψη, η Arendt ταυτίζει το κοινωνικό με το πολιτικό, αποδεχόμενη
τη μετάφραση του Σενέκα και του Θωμά Ακινάτη.
[30]
K. Tribe, 2015, σ. 22.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου