Όπως πολλοί άλλοι, έτσι κι εγώ, βρέθηκα σχεδόν από τύχη να σπουδάζω οικονομικά μισό αιώνα πριν.

Πρέπει να ομολογήσω ότι οι σπουδές μου στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στο Kent at Canterbury υπήρξαν πλούσιες σε γνώσεις. Γνώρισα πολύ καλά τη νεοκλασική θεωρία στις ποικίλες εκδοχές της, και αυτή η γνωριμία δεν κατέληξε σε γάμο, αλλά σε διαζύγιο: Τα ελαττώματα μου φάνηκαν περισσότερα από τις χάρες.

Άρχισα να δουλεύω πάνω στη μαρξιστική πολιτική οικονομία και, ταυτοχρόνως, στην ιστορία και φιλοσοφία της οικονομικής. Αυτό το ενδιαφέρον μου παρέμεινε σταθερό, παρά τη μακροχρόνια ενασχόλησή μου με τα Οικονομικά της Εργασίας.

Χάρη στο Διεπιστημονικό Σεμινάριο για την Κρίση και χάρη στη σταθερή ενθάρρυνση του Ιορδάνη Ψημμενου, του Χρήστου Παπαθεοδώρου, του αγαπημένου Ζαχαρία Δεμαθά που η απουσία του με βαραίνει ακόμα, του Μάνου Κουντούρη, του Βλάσση Μισού και του Κώστα Ράνου, αλλά και όλων όσοι και όσες συμμετείχαν στο σεμινάριο, επέστρεψα, περισσότερο τσαλαβουτώντας, παρά πιο συστηματικά, στη θεματολογία αυτή.

Έχοντας απαλλαγεί από τα διδακτικά καθήκοντα λόγω σύνταξης, επιχειρώ μια πολυεπίπεδη και ίσως υπερβολικά φιλόδοξη για τα μέτρα και τις ικανότητές μου προσέγγιση.

Ίσως σαν υποχρέωση προς του φοιτητές και φοιτήτριές μου που δεν πήραν αυτό που θα ήθελαν να τους δώσω. Ένα τελευταίο αντι-δωρο για όσα μου χάρισαν στα τριάντα χρόνια στις αίθουσες διδασκαλίας.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ.. 1

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. 1

1.      ΕΙΣΑΓΩΓΗ.. 1

2.      ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΜΙΑ ΣΟΒΟΥΣΑ ΔΙΑΜΑΧΗ.. 4

3.      ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ.. 6

4.      ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ.. 16

5.      ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ: ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΜΕΣ. 20

 

1.         ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο Κεφάλαιο αυτό θα επικεντρωθούμε σε ένα θέμα, άμεσα σχετιζόμενο με την ιστορία της οικονομικής σκέψης, το οποίο, παρά την αυτοτελή του σημασία, σηματοδοτεί ένα ζήτημα, το οποίο, δυστυχώς, σπάνια συζητάμε στις ακαδημαϊκές συνελεύσεις. Το ζήτημα είναι το πρόγραμμα των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών στα πανεπιστημιακά τμήματα οικονομικής κατεύθυνσης. Με άλλα λόγια, το ζήτημα της θεσμικής οργάνωσης της μελέτης της ιστορίας της οικονομικής. Οι πάγιες μέθοδοι διευθέτησης του ζητήματος είναι είτε η δύναμη της αδράνειας, όπου ένα γνωστικό αντικείμενο, όπως αυτό της ιστορίας των οικονομικών θεωριών, συνεχίζει να εμπεριέχεται στο πρόγραμμα σπουδών μέχρις ότου ο επιφορτισμένος διδάσκων συνταξιοδοτηθεί, είτε η μέθοδος του «ροκανίσματος», με τη μετατροπή ενός μαθήματος δύο εξαμήνων σε μάθημα ενός εξαμήνου ή, συχνότερα, με τη μετάθεση του μαθήματος από υποχρεωτικό σε μάθημα επιλογής.

Ουσιαστικά έχουμε την κατάργηση του μαθήματος, καθώς η διδασκαλία του ενός εξαμήνου προσφέρεται για μια εγκυκλοπαιδικής μορφής γνωριμία με το αντικείμενο, αλλά δεν είναι κατάλληλη για τη συστηματική και σε πληρότητα διερεύνησή του. Ακριβώς γιατί, όπως θα διαπιστώσουμε στο επόμενο μέρος, οι μέθοδοι διερεύνησης της ιστορίας της οικονομικής σκέψης, όπως και της ιστορίας κάθε επιστήμης και της ιστορίας γενικά, είναι πολλές και αντιθετικές και τα αποτελέσματα των εφαρμογών τους συχνά αντιφάσκουν μεταξύ τους. Όπως, άλλωστε, θα υποστηριχθεί στη συνέχεια, η μελέτη της ιστορίας της οικονομικής σκέψης προϋποθέτει βασικές γνώσεις επιστημολογίας των κοινωνικών επιστημών, οι οποίες δύσκολα μπορούν να ενταχθούν σε ένα μάθημα εξαμήνου ταυτόχρονα με το κύριο αντικείμενο, δηλαδή την ιστορία της οικονομικής.

Θα μπορούσε, ίσως, το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί, σε κάποιο βαθμό, τουλάχιστον, εντάσσοντας την ιστορία της οικονομικής σκέψης ως επιμέρους κεφάλαιο στα διακριτά γνωστικά αντικείμενα – μαθήματα του προγράμματος σπουδών. Η προσπάθεια αυτή θα καταστεί παραχρήμα αλυσιτελής, καθώς, ούτε ο χρόνος διδασκαλίας είναι επαρκής, ούτε η επιστημονική συγκρότηση του διδακτικού προσωπικού των πανεπιστημίων το επιτρέπει, για λόγους που θα διαφανούν στα επόμενα.

Βεβαίως, λύση δεν αποτελεί να «μεταφερθεί» - θα έγραφα «να εξοριστεί» - το αντικείμενο σε τμήματα Ιστορίας και Μεθοδολογίας των Επιστημών, προπτυχιακού και όχι μεταπτυχιακού επιπέδου. Και ο κύριος λόγος αυτής της άποψής μου, διατυπωμένης, ήδη, από πολύ παλαιά, είναι ότι το αντικείμενο της ιστορίας και της επιστημονικής συγκρότησης μιας επιστήμης, των εξελίξεων και των αιτίων μεταβολών σ’ αυτές, οφείλουν να αποτελούν γνώση των άμεσα ενδιαφερομένων, γνώση ικανή να τους επιτρέψει τον κριτικό έλεγχο των σημερινών θεωριών και τις πιθανές νέες κατευθύνσεις που θα επέλθουν.[1] Αυτός, άλλωστε, είναι ο χαρακτήρας του πανεπιστημίου ως χώρου κριτικής θεώρησης και αναθεώρησης της επιστημονικής γνώσης, και όχι ως κέντρου επαγγελματικών σπουδών ή ως σύστημα διοχέτευσης πληροφοριών με ημερομηνία λήξης. Αλλιώς κινδυνεύουμε να έχουμε «savant idiots», αφ’ ενός, και «επιστημονικούς καθοδηγητές», από την άλλη, οι οποίοι θα κρίνουν και θα ορίζουν πώς πρέπει επιστήμονες σε αντικείμενα, για τα οποία οι ίδιοι έχουν μια αμυδρή γνώση, να κάνουν τη δουλειά τους.

Είναι προφανές ότι στη διαμάχη για την αναγκαιότητα ή μη των μαθημάτων ιστορίας της οικονομικής σκέψης, που συνοψίζεται στις επόμενες σελίδες, τοποθετούμαι ευθέως και θετικά υπέρ της συστηματικής της διδασκαλίας.   

Αλλά η επικέντρωση στην οικονομική δεν πρέπει να μας κάνει να κλείσουμε τα μάτια στις λοιπές κοινωνικές επιστήμες. Προφανώς δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω για αλλότρια, αλλά κάποιες διαπιστώσεις, έστω και ως έναυσμα σε μια συζήτηση, θα μου επιτρέψετε να διατυπώσω. Ας ξεκινήσω από τη θεωρούμενη ως «μητέρα» των επιστημών, τη φιλοσοφία. Στο βαθμό που γνωρίζω, η ιστορία της φιλοσοφίας αποτελεί ακλόνητη παράμετρο του προγράμματος σπουδών. Από τους προσωκρατικούς ως την αναλυτική φιλοσοφία του 20ου αιώνα οι φοιτητές διδάσκονται, με κάποιον τρόπο, τις διαδρομές, σχολές και καμπές του αντικειμένου της. Αυτό που απασχολεί τους φιλοσόφους δεν είναι αν θα διδαχθεί ή όχι η ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά ποιοι φιλόσοφοι θα διδαχθούν, και, κυρίως, με ποια μέθοδο αυτή η επιλογή θα γίνει. Θα εξετάσουμε εν συντομία το ζήτημα αναφερόμενοι στο ταξινομητικό σχήμα του Rorty  στο επόμενο Μέρος του παρόντος.

Η περίπτωση της κοινωνιολογίας δείχνει πιο ενδιαφέρουσα. Υπάρχει το βιβλίο των N.S. TimasheffG.A. Theodorson, Ιστορία Κοινωνιολογικών Θεωριών (1976), το βιβλίο που έχουν εκδώσει οι T. BottomoreR. Nisbet, A History of Sociological Analysis (1977) και το διάσημο βιβλίο του A. Giddens Sociology σε συνεχείς επανεκδόσεις, με τον τελευταία το 2019. Το βιβλίο των TimasheffTheodorson ακολουθεί με χρονολογική σειρά εμφάνισης τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους, το βιβλίο των BottomoreNisbet οργανώνεται με αναφορά σε σχολές κοινωνιολογικής ανάλυσης, ενώ το βιβλίο του Giddens είναι οργανωμένο με κριτήριο τα σύγχρονα προβλήματα των κοινωνιών. Με άλλα λόγια, τα βιβλία αυτά εμφανίζουν το σύνολο, σχεδόν, των τρόπων οργάνωσης του αντικειμένου της ιστορίας μιας επιστήμης: Οι προσωπικότητες, οι σχολές, τα προβλήματα. Ο χώρος που παραχωρείται στους κλασικούς της κοινωνιολογίας (Comte, Durkheim, Marx, Weber, Parsons) στο βιβλίο του Giddens δεν υπερβαίνει τις 10 σελίδες σε ένα βιβλίο περίπου 950 σελίδων κειμένου. Βεβαίως, το βιβλίο του Giddens δεν αποτελεί ένα βιβλίο ιστορίας της κοινωνιολογίας. Παρά ταύτα, η μέθοδος οργάνωσης της ύλης προδιαθέτει για τη θετικιστική θεώρηση της ιστορίας της. Δέκα σελίδες και πολύ τους είναι. Θα ασχοληθούμε αργότερα με τα άλλα δύο βιβλία, τα οποία ευθέως αντιμετωπίζουν την ιστορία της κοινωνιολογίας.

Προς το παρόν ας έχουμε μια παραστατική εικόνα του χώρου που κατέχει η ιστορία της καθεμιάς από τις κοινωνικές ή ανθρωπιστικές επιστήμες: Στο ένα άκρο η φιλοσοφία διατηρεί απολύτως ισχυρή τη θέση της ιστορίας της. Στο άλλο άκρο τα οικονομικά τείνουν να οριοθετηθούν σχεδόν πλήρως από το παρελθόν τους, προσεγγίζοντας τις θετικές επιστήμες – αν, βεβαίως, οι τελευταίες όντως δεν ασχολούνται πια με την ιστορία τους. Στον ενδιάμεσο χώρο ευρίσκονται οι λοιπές κοινωνικές επιστήμες: η πολιτική επιστήμη, η κοινωνιολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνική ψυχολογία. Δεν έχει τόσο σημασία η ακριβής διάταξη. Αλλά αυτό που είναι περισσότερο σημαντικό είναι ότι τα τελευταία 40 χρόνια η τάση είναι ο περιορισμός της ιστορίας των αντίστοιχων επιστημών.    

 


 

2.      ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΜΙΑ ΣΟΒΟΥΣΑ ΔΙΑΜΑΧΗ

Έστω και μια γρήγορη ματιά στη φιλολογία της οικονομικής επιστήμης οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο αριθμός των ειδικευμένων επιστημονικών περιοδικών, οι δημοσιεύσεις άρθρων σ’ αυτά και βιβλίων με αντικείμενο την ιστορία της οικονομικής θεωρίας, τη φιλοσοφία, τη μεθοδολογία ή την επιστημολογία της, αυξάνονται, αν και όχι πάντα με σταθερούς ρυθμούς ή σε όλες τις χώρες. Αντίθετα, ο αριθμός των άρθρων με θέματα αναφερόμενα στην ιστορία της επιστήμης στα θεωρούμενα ως κυριότερα main stream επιστημονικά περιοδικά εμφανίζει διαχρονικά συρρίκνωση, η οποία φθάνει στον απόλυτο εκμηδενισμό. Μια εξ ίσου γρήγορη διερεύνηση στα προγράμματα σπουδών, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών  των οικονομικών τμημάτων θα αποκαλύψει μια παρόμοια, συστηματική και ταχεία συρρίκνωση των μαθημάτων που συνδέονται με κάποιον τρόπο με τα αντικείμενα αυτά.[2] Οι πανεπιστημιακές σπουδές στις οικονομικές επιστήμες μοιάζουν να αποκλείουν, να μη χρειάζονται τη μελέτη του παρελθόντος τους. Παραδόξως, ο αριθμός των φοιτητών που δείχνουν ενδιαφέρον και παρακολουθούν συστηματικά τέτοια μαθήματα, εάν, βεβαίως, είναι διαθέσιμα, είναι περισσότερο από ικανοποιητικός και συχνά μεγάλος.

Οι αντιφατικές αυτές τάσεις μπορεί να ερμηνευτούν σε κάποιον βαθμό. Η ερμηνεία τους σχετίζεται, χωρίς αμφιβολία, με την επικρατούσα κατάσταση στο χώρο της οικονομικής επιστήμης, τόσο στη θεωρητική της, όσο και στην εφαρμοσμένη (πολιτική) και εμπειρική της όψη. Παρά την κοινή τους αφετηρία, οι δύο αυτές αντιφατικές τάσεις υποδηλώνουν την ενεργοποίηση δύο επίσης αντιθετικών τρόπων κατανόησης της ιστορίας των οικονομικών.

Ένας αυξανόμενος αριθμός πανεπιστημιακών και φοιτητών αισθάνεται την αβελτηρία και τα αδιέξοδα της κυρίαρχης νεοκλασικής σκέψης και την αδυναμία της να λάβει σοβαρά υπ’ όψη, αναλυτικά και πολιτικά, καταφανώς κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα: την ανεργία, τη φτώχεια, την δραματική αύξηση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, την ένταση και την περιοδικότητα των κρίσεων. Η εποχή που ο A. Marshall ξεκινούσε το βασικό εγχειρίδιο γενιών οικονομολόγων με την επισήμανση του προβλήματος της φτώχειας και του κοινωνικού στρώματος των περιθωριοποιημένων (residuum) και την ανάγκη η οικονομική επιστήμη να συμβάλει στην αντιμετώπισή του,[3] ή όταν ο A. Pigou περιέγραφε τη σχέση μεταξύ οικονομικής επιστήμης και πολιτικής όχι με πολύ διαφορετικό τρόπο από εκείνον που υιοθετούσε ο Adam Smith[4], ώστε τα κοινωνικά προβλήματα της φτώχειας και της ανεργίας να καταπολεμηθούν, έχει περάσει και έχει δώσει τη θέση της σε μια επιστήμη υπεράσπισης της πλούσιας μικρής μειονότητας. Η αμφισβήτηση της κυρίαρχης σκέψης και η ανάγκη μιας εναλλακτικής κατανόησης των βασικών, θεμελιωδών, αρχών συγκρότησης της σύγχρονης οικονομικής ως διακριτής επιστήμης κατέστησαν το πεδίο της ιστορίας της οικονομικής σκέψης «παράδεισο της ετεροδοξίας, μιας ετεροδοξίας που έχει, χωρίς αμφιβολία, πολλές πηγές» κατά την έκφραση του Blaug (2001, σ. 147). Τη θέση αυτή αποτυπώνει με τη μορφή προγραμματικού κειμένου η K. Vaughn, όταν γράφει:

«Πρέπει να πούμε ξεκάθαρα ότι η ιστορία των οικονομικών είναι ‘χρήσιμη’ όχι γιατί υποβοηθά τους φοιτητές να ακονίσουν τις θεωρητικές τους δεξιότητες ούτε επειδή τους προσδίδει μια κάποια ανάσα διεπιστημονικότητας, αλλά γιατί μπορεί να επηρεάσει την κατανόηση της ίδιας της οικονομικής επιστήμης, τις δυνητικές της επιτεύξεις και τους σημαντικούς περιορισμούς της». [5]   

 Και όπως, συμπληρωματικά, σημειώνει ο M. Blaug:

«Η υποστήριξη της θέσης για τη διδασκαλία και την ιστορία της οικονομικής σκέψης είναι εύκολη. Στην πραγματικότητα είναι ο μόνος τρόπος να πάρουν οι φοιτητές κάποια αίσθηση της θέσης των οικονομικών στην ευρύτερη κοινότητα της κοινωνικής επιστήμης και να τεθούν τα περίφημα ερωτήματα των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της διανοητικής κατανομής της εργασίας» (2001, 150).

Ο Blaug υπαινίσσεται τη διεπιστημονική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων, διατηρώντας πάντως απόσταση από την πλήρη αποδοχή μιας τέτοιας εκδοχής.

3.         ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ

Αν το πρόγραμμα της ιστορίας της οικονομικής σκέψης εκληφθεί με τον τρόπο που το θέτει η Vaughn και, σε κάποιο βαθμό, ο Blaug, τότε γίνεται κατανοητός ο αυξανόμενος αποκλεισμός του αντικειμένου από τα προγράμματα σπουδών. Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη αισθάνεται  ότι τίθεται υπό αμφισβήτηση, όχι απλώς η δική της προσέγγιση, αλλά αυτό καθαυτό το αντικείμενο της οικονομικής ως επιστήμης, το οποίο, βεβαίως, ορίζεται από τη δική της προσέγγιση. Οι αιτιάσεις που έχουν κατατεθεί για να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός αυτός είναι πολλές, αλλά αντικρούονται χωρίς μεγάλη δυσκολία, όπως, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Blaug.[6] Τα βασικά επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί υπέρ του αποκλεισμού της ιστορίας της οικονομικής σκέψης έχουν ως εξής:

Πρώτον, ότι η ιστορία της οικονομικής σκέψης δεν είναι χρήσιμη ή απαραίτητη για την κατανόηση της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας. Το επιχείρημα αυτό είναι το κύριο που έχει διατυπωθεί και θα το εξετάσουμε αργότερα στην ενότητα αυτή.

Δεύτερον, αν και μπορεί να είναι χρήσιμο να μαθαίνουν οι φοιτητές της οικονομικής επιστήμης την ιστορία και την εξέλιξη της επιστήμης τους, η σχετική ωφέλεια είναι δυσανάλογα περιορισμένη σε σχέση με το όφελος που προκύπτει από την αντικατάστασή της από άλλα αντικείμενα σπουδών, όπως τα μαθηματικά, η στατιστική και η οικονομετρία. Υπάρχει, συνεπώς, ένα κόστος ευκαιρίας, το οποίο αυξάνεται και από τις δύο πλευρές: Και από την πλευρά του σχετικού οφέλους των περισσότερο τεχνικών μαθημάτων, και από την πλευρά του κόστους, σε ώρες διδασκαλίας και μελέτης που απαιτεί η διδασκαλία της ιστορίας της θεωρίας.[7] Ο P. Samuelson είχε προσπαθήσει, με έναν τόνο υπερβολής, να θέσει το ζήτημα σε όρους του κατά Robbins ορισμού της οικονομικής:

«Λίγο μετά το 1930 τα οικονομικά απόκτησαν απότομα μια νέα ζωή. Τουλάχιστον τέσσαρες επαναστάσεις ξέσπασαν: η επανάσταση του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, η κεϋνσιανή μακροοικονομική επανάσταση, η επανάσταση της μαθηματικοποίησης και η επανάσταση της οικονομετρικής επαγωγής. Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές χρειάζονται 4 ώρες ύπνου τουλάχιστον τη νύκτα: αυτό είναι μια παγκόσμια σταθερά. Έτσι κάτι έπρεπε να υποχωρήσει στο πρόγραμμα οικονομικών σπουδών. Αυτό που υποχώρησε ήταν η ιστορία της σκέψης – την οποία γρήγορα την ακολούθησαν η απομείωση των απαιτήσεων για τις ξένες γλώσσες και η ελαχιστοποίηση της οικονομικής ιστορίας».[8]     

Τρίτον, η ιστορία της οικονομικής σκέψης προσελκύει φοιτητές και ερευνητές που δεν διαθέτουν την ικανότητα να ασχοληθούν με την ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας ή με οικονομετρική εμπειρική εργασία. «Δεν είναι αρκετά έξυπνοι», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Kurz, ή είναι

«πλανημένοι και ξεροκέφαλοι» (wrong-headed), «προσελκυόμενοι από ιδέες που έχουν αποδειχθεί από καιρό ότι είναι αβάσιμες. Οι νέοι και οι χωρίς εμπειρία μελετητές πρέπει να εμποδιστούν ώστε να μην παραπλανηθούν». (2006, σ. 8)

Δεν μπορώ να ξέρω αν αυτή η «πειθαρχική λογοκρισία» του προγράμματος σπουδών που αναφέρει ο Kurz έχει κατατεθεί ρητώς σε κείμενο ή σε προφορικό λόγο. Μπορούμε, όμως, να ανιχνεύσουμε μια παρόμοια διατύπωση, μαζί με τον λόγο γιατί σπάνια αυτή η αντίληψη διατυπώνεται ρητά. Μας την προσφέρει ο G. Stigler, ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές της ιστορίας της οικονομικής σκέψης κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, καταγράφοντας την φράση του Sir Peter Medawar από μια βιβλιοκριτική του βιβλίου του James Watson, The Double Helix:

«Αυτά τα ζητήματα ανήκουν στην ιστορία των επιστημών και η ιστορία της επιστήμης κάνει τους περισσότερους επιστήμονες να πλήττουν μέχρι θανάτου. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός επιστημόνων με υψηλή δημιουργικότητα … θεωρούν δεδομένο, αν και συνήθως είναι υπερβολικά ευγενικοί ή ντρέπονται πολύ να πούνε ότι το ενδιαφέρον για την ιστορία της επιστήμης είναι σημάδι ανεπαρκών ή αδρανών ικανοτήτων»[9]

Η έμμεση λογοκρισία, όμως, που ασκεί το κείμενο του Samuelson με τη μορφή εκλογικευμένου «rationing» είναι επίσης ρητή, έστω και καλυμμένη με «ευγένεια» στην επιχειρησιακή λογική του. Και, μάλλον, δεν συμβιβάζεται με την περιβόητη έννοια της «αγοράς των ιδεών» και την ελευθερία επιλογής. Σε κάθε περίπτωση, έχει σοβαρές συνέπειες επί της επιστημονικής επάρκειας των νέων οικονομολόγων.   

Ο K. Boulding, υπεραμυνόμενος της ανάγκης οι οικονομολόγοι να μελετούν την ιστορία του αντικειμένου τους, επισημαίνει τον προφανή κίνδυνο:

«… η αντι-ιστορική μέθοδος οδηγεί στην ανάπτυξη επιδέξιων τεχνιτών που ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, να «τρέχουν» τεράστιες συσχετίσεις και παλινδρομήσεις, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουν που έγκεινται τα συμφέροντα οποιουδήποτε (which side of anybodys bread is buttered), είναι απίστευτα αδαείς των λεπτομερειών των οικονομικών θεσμών, έχουν πλήρη άγνοια του αίματος, του ιδρώτα και των δακρύων που έχουν θυσιαστεί στη συγκρότηση των οικονομικών και διαθέτουν πολύ μικρή κατανόηση οποιασδήποτε πραγματικότητας που ευρίσκεται πέρα από τα στατιστικά τους στοιχεία. … μια γενιά οικονομολόγων … των οποίων η κύρια ενασχόλησή τους σύγκειται στην ανάλυση στατιστικών δεδομένων, τα οποία δεν συγκέντρωσαν οι ίδιοι και οι οποίοι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον … για το σε ποιο βαθμό ένα σύνολο δεδομένων αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε σημαντική πραγματικότητα στον κόσμο». [10]    

Ο Blaug δεν διστάζει να φέρει τις επισημάνσεις του Boulding στο ακραίο συμπέρασμά τους:

«… μια σύγχρονη εκπαίδευση μεταπτυχιακών οικονομολόγων που θα απέκλειε την ιστορία της οικονομικής σκέψης θα ήταν σχεδιασμένη στην εντέλεια να παραγάγει ηλίθιους σοφούς (idiots savant)» (2001, 149).

Ο κώδωνας κινδύνου που κτύπησε ο Boulding το 1971 μάλλον εκλήφθηκε ως καμπάνες γιορτινές, αν ποτέ εκλήφθηκε ως κάτι, από το σύνολο της κοινότητας των ακαδημαϊκών οικονομολόγων. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, πολλά από τα δυσμενή ευρήματα της Επιτροπής για την Μεταπτυχιακή Εκπαίδευση των Οικονομολόγων του 1991, θα είχαν αποφευχθεί. Ούτε όμως τα συμπεράσματα και οι προτάσεις που κατατέθηκαν από την Επιτροπή αυτή επηρέασαν, έστω και ελάχιστα, τον σχεδιασμό και το πρόγραμμα σπουδών στις δεκαετίες που ακολούθησαν.[11] Η αποστροφή προς το παρελθόν της οικονομικής σκέψης αποτυπώνεται εύγλωττα από τον Boulding, όταν επισημαίνει ότι οι διδακτορικές διατριβές στην εποχή που δημοσίευε το άρθρο του (1971) σπάνια περιλαμβάνουν βιβλιογραφικές αναφορές που υπερβαίνουν τη δεκαετία (σ. 232), ενώ οι A. Klamer και D. Colander στη δική τους έρευνα πεδίου το 1990 περιορίζουν το χρονολογικό εύρος της βιβλιογραφίας στα πέντε χρόνια. [12]  Μια ματιά σε σημερινά άρθρα που δημοσιεύονται στα «καλά» οικονομικά επιστημονικά περιοδικά δείχνει πώς οι νεώτεροι οικονομολόγοι ανακαλύπτουν συνεχώς τον τροχό.[13] Οι αναφορές στη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου του Becker, λόγου χάρη, δεν περιλαμβάνουν τον Becker, αλλά κάποιον, μάλλον υποδεέστερο, που έγραψε λίγους μήνες πριν ένα σκαρίφημα της θεωρίας του Becker, στην αρχή ενός άρθρου εφαρμοσμένης οικονομετρίας ή στατιστικής ανάλυσης. Ας μην κάνουμε λόγο για τα ψήγματα αυτής της θεωρίας, που μπορούν να εντοπιστούν στον Adam Smith ή και στον McCulloch.[14] Στα περισσότερα άρθρα που δημοσιεύονται, είναι αμφίβολο αν οι συγγραφείς έχουν μπει στον κόπο να διαβάσουν τη βιβλιογραφία που παραθέτουν.[15] Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να είχαμε μελέτες ή, έστω, απλώς στατιστικές αναλύσεις των θεματικών των άρθρων που απορρίπτονται από τα επιστημονικά περιοδικά, όπως και των συστάσεων που προσφέρουν οι ανώνυμοι κριτές για τη βελτίωση ή απόρριψη των άρθρων. Θα είχαμε μια πολύ διαφορετική εικόνα του παρελθόντος και παρόντος της οικονομικής φιλολογίας από αυτήν που έχουμε σήμερα και, σε κάθε περίπτωση, ένα ανάγλυφο των κριτηρίων αποδοχής και απόρριψης, τα οποία, αν και κοινά στη συντριπτική πλειονότητα, απέχουν από το να είναι διαχρονικά σταθερά ή ομοιόμορφα εφαρμοσμένα.

Ο D.P. O’Brien μας προσφέρει ένα από τα πολλά, δυστυχώς, παραδείγματα ελλιπούς επιστημονικής συγκρότησης των οικονομολόγων:

«Πριν λίγο καιρό διάβασα ένα άρθρο από έναν νεαρό οικονομολόγο, ο οποίος υποστήριξε ότι οι οικονομολόγοι κατά το παρελθόν δεν είχαν δώσει προσοχή στις επιπτώσεις του επαγγέλματος επί της διανομής του εισοδήματος. (Υποθέτω ότι ο συγγραφέας του άρθρου ούτε καν θα είχε ακούσει για τον John Stuart Mill). Δεδομένης της αυξανόμενης άγνοιας της παλαιότερης βιβλιογραφίας από τους οικονομολόγους, δεν είναι καθόλου αδιανόητο ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τους κριτές του περιοδικού».[16]  

Και συνεχίζει ο .P. O’Brien:

«Κάποια γνώση της ιστορίας της οικονομικής σκέψης, συνεπώς, είναι ιδιαίτερα επιθυμητή ώστε να παρεμποδίζονται τόσο η κακή γνώση της βιβλιογραφίας, αλλά και τα κακά οικονομικά» (2000, σ. 37).  

Ο D.P. O’Brien αποδίδει τη μείωση του ενδιαφέροντος για το αντικείμενο της ιστορίας της οικονομικής σκέψης σε αυστηρά θεσμικούς – πολιτικούς παράγοντες: Αρχικά τα main stream περιοδικά απέκλειαν όλο και περισσότερο άρθρα με αυτό το αντικείμενο, με αποτέλεσμα η αντίδραση των αποκλεισμένων να οδηγήσει στην έκδοση περιοδικών εξειδικευμένων στην ιστορία της οικονομικής.[17] Ο D.P. O’Brien θεωρεί ότι η έκδοση των εξειδικευμένων περιοδικών επέτεινε, αντί να περιορίσει, το αποκλεισμό της ιστορίας των οικονομικών από τα main stream περιοδικά, καθώς οι σημαντικότεροι συγγραφείς – ερευνητές του αντικειμένου απέφευγαν να υποβάλλουν άρθρα τους σ’ αυτά και τροφοδοτούσαν τα περισσότερο εξειδικευμένα θεματικά περιοδικά. [18]

Το ίδιο αποτέλεσμα είχε η δημιουργία τμημάτων Οικονομικής Ιστορίας και η «μεταφορά» των ασχολούμενων με την ιστορία των οικονομικών σ’ αυτά. Τα τμήματα αυτά πολύ γρήγορα απορροφήθηκαν από τα τμήματα Γενικής Ιστορίας, ελάχιστα κατάλληλα για την καλλιέργεια της ιστορίας της οικονομικής σκέψης (O’Brien, 2000, σ. 33)

Στους θεσμικούς αυτούς παράγοντες που συνδέονται με την πολιτική των περιοδικών και της πανεπιστημιακής κοινότητας ο O’Brien προσθέτει τον πλέον κρίσιμο: της χρηματοδότησης της έρευνας και των τμημάτων στα Πανεπιστήμια. Τα κριτήρια αξιολόγησης που υιοθετήθηκαν από το πλαίσιο του Research Assessment Exercise, με αφετηρία το 1986, έδωσαν υπερβολική σημασία στη δημοσίευση άρθρων, ενώ απέκλεισαν από τη χρηματοδότηση δραστηριότητες όπως η μελέτη αρχείων παλαιότερων οικονομολόγων ή η κριτική έκδοση των έργων τους. Και οι δύο αυτές δραστηριότητες, αφ’ ενός είναι σύμφυτες στην έρευνα της ιστορίας των οικονομικών, αφ’ ετέρου απαιτούν χρόνο και πολύ μεγαλύτερο κόπο, από τη συγγραφή ενός άρθρου.[19] Ο O’Brien γράφει χαρακτηριστικά:

«Όντως φαίνεται ότι, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια δημόσια συζήτηση στην πραγματικότητα, η επισταμένη μελέτη δεν υποβαθμίστηκε απλώς όσο εξαφανίστηκε υπό το καθεστώς του RAE. … Περαιτέρω δυσχέρειες για την ιστορία της οικονομικής σκέψης τίθενται από την αυξανόμενη τάση των βρετανικών πανεπιστημίων να υπολογίζουν μόνο τις εισροές (τις ερευνητικές χορηγίες που εξασφαλίζουν) παρά τις (σε όρους γνώσης) εκροές ως κριτήριο ακαδημαϊκής αριστείας» (2000, σ. 33 – 4)   

Αυτό που επισημαίνεται από πολλούς συμμετέχοντες στη μακροχρόνια αυτή διαμάχη είναι μια σημαντική επίπτωση επί της επιστημονικής συγκρότησης των νεώτερων οικονομολόγων από ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης που στηρίζεται σε διδακτικά εγχειρίδια και σε τρέχοντα άρθρα. Ο Stigler υποστηρίζει ότι η σημαντικότερη συμβολή της ιστορίας της οικονομικής σκέψης στην οικονομική επιστήμη έγκειται στη συστηματική ανάγνωση των βιβλίων – σταθμών στην διαδρομή της πολιτικής οικονομίας, καθώς η προσεκτική μελέτη τους μας επιτρέπει να κατανοήσουμε «την ουσιώδη δομή του αναλυτικού συστήματος του συγγραφέα» (1996, σ. 220). Ο Stigler υποστηρίζει ότι «οι περισσότεροι καθηγητές δεν γνωρίζουν πώς να διαβάζουν καλά ένα επιστημονικό έργο και αυτή η δεξιότητα αναπτύσσεται μόνο με συνειδητή πρακτική» (σ. 219). Αποτέλεσμα αυτού είναι να αμφιβάλει

«αν κάποιος κάποτε θα κατανοήσει πλήρως όλα όσα ήθελε να εκφράσει ο (Adam) Smith και υπάρχουν ακόμη περισσότερα να μάθει ένας ενδιαφερόμενος από όσα ο συγγραφέας ήθελε να μας διδάξει» (σ. 218 -9).

Είναι προφανές ότι ο Stigler δεν διατυπώνει απλώς μια συνηγορία υπέρ της διδασκαλίας της ιστορίας της οικονομικής σκέψης, αλλά και ένα πρωτόκολλο για τη μελέτη της: Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με τα κείμενα καθ’ αυτά και να μην αρκεστεί σε δευτερογενείς αναγνώσεις, όσο σημαντικοί και αν είναι οι αναλυτές του αρχικού κειμένου. Το παράδειγμα που προσφέρει για τον E. Cannan και για την αδυναμία του να κατανοήσει τον Ricardo είναι χαρακτηριστικό (σ. 220).

Το δεύτερο όφελος που προκύπτει, κατά τον Stigler, από τη μελέτη της ιστορίας της οικονομικής σκέψης για τον νέο οικονομολόγο είναι η αποστασιοποίηση από τις τρέχουσες θεωρητικές και πολιτικές διαμάχες της σύγχρονης οικονομικής, του προσφέρει, δηλαδή, τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια περισσότερο ουδέτερη και αντικειμενική άποψη  (σ. 222). Με άλλα λόγια, η ιστορία της οικονομικής σκέψης λειτουργεί παιδαγωγικά: Αποτρέπει τον νέο οικονομολόγο να ενστερνιστεί αβασάνιστα αντιλήψεις της μόδας στο χώρο της οικονομικής θεωρίας και πολιτικής –

«οι νέες ιδέες πωλούνται όπως πωλούνται τα νέα αυτοκίνητα: τονίζοντας υπερβολικά την ανωτερότητά τους σε σχέση με τα παλαιότερα μοντέλα»

γράφει, αλλά με μία διαφορά

«στη μέθοδο πώλησης: η νέα θεωρία μπορεί τελικά να είναι πιο σημαντική ακόμη και περισσότερο από ό,τι ο προτείνων πιστεύει και ισχυρίζεται, αλλά η αξία των παλαιότερων θεωριών είναι πάντοτε μεγαλύτερη από εκείνη που τους αναγνωρίζει» (σ. 222).

Το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ιστορίας, τη δυνατότητα απόστασης και τη μεγαλύτερη αντικειμενικότητα που εξασφαλίζει η γνώση της ιστορίας της επιστήμης επιτρέπει στον Stigler να εκφράζεται λακωνικά για τα ουσιαστικά ζητήματα που θίξαμε πιο πάνω. Έτσι γράφει

«Οι νεαροί διδάκτορες ολοκληρώνουν τις σπουδές τους προετοιμασμένοι να διαβάζουν τα «καλά» οικονομικά χωρίς κριτική αντίληψη και τα «κακά» οικονομικά με υπερβολικά κριτική διάθεση … Τα περισσότερα από τα άρθρα, και πιθανώς όλα που θα δημοσιευτούν στο επόμενο τεύχος του επιστημονικού περιοδικού δεν αξίζουν προσεκτική και επίπονη μελέτη» (σ. 221).

Νομίζω ότι θα ήταν εξαιρετικά συνεπές με την άποψη του Stigler να παραθέσω ένα σχετικά μεγάλο απόσπασμα από τον F.Y. Edgeworth, ο οποίος επισημαίνει αντίστοιχους κινδύνους για την κατάσταση της οικονομικής επιστήμης και την κατάρτιση των νεώτερων οικονομολόγων ήδη από το μακρινό 1891.

«… στην πολιτική οικονομία η θεωρία που ερμηνεύει την αξία με τη χρησιμότητα – με την έννοια της χρησιμότητας όπως αυτή ορίζεται από τον Jevons – έχει τόσο συνεπάρει χωρίς αμφιβολία το χειρότερο είδος οικονομολόγων, ώστε έχουν σχεδόν ξεχάσει, ή τουλάχιστον υποβαθμίσει, την παλαιότερη, και σε κάποια ζητήματα περισσότερο σημαντική θεωρία που συνδέει την αξία με τη θυσία και την εργασία. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος, καθώς πιέζουμε να κατακτήσουμε νέες έννοιες, να χάνουμε τις θέσεις που ήδη έχουμε κερδίσει. Η ιστορία της θεωρίας είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική στην πολιτική οικονομία, όπως και στη φιλοσοφία. Η ιστορία και η φιλολογία … μοιάζουν να είναι τα καλύτερα διορθωτικά των μικρόμυαλων προκαταλήψεων και των παραπλανητικών συνειρμών που είναι βέβαιο ότι έχουν μολύνει εκείνους που έχουν περιοριστεί σε μία μόνο σχολή ή σε ένα σύστημα»[20]  

Αν και το κείμενο του Edgeworth μπορεί να εκληφθεί ως ένα κείμενο συντηρητικού καλέσματος, το έργο του αποτρέπει από μια τέτοια ερμηνεία. Ουσιαστικά, αυτό που μας λένε, με το δικό τους τρόπο, τόσο ο Edgeworth, όσο και ο Stigler, είναι ότι η θετική - αντικειμενική πολιτική οικονομία είναι ζητούμενο, δεν αποτελεί ποιότητα εγγενή της οικονομικής θεωρίας.

Από τη δική του οπτική ο J. Schumpeter, γράφοντας τη δική του ογκώδη, αναλυτική και, δυστυχώς, ανολοκλήρωτη, Ιστορία της Οικονομικής Ανάλυσης, διατυπώνει τρεις βασικούς λόγους που καθιστούν τη μελέτη της ιστορίας χρήσιμη, αν όχι αναγκαία.[21]   

Ο πρώτος λόγος είναι ο παιδαγωγικός, αν και το επιχείρημα του Schumpeter είναι αρκετά διαφορετικό από το αντίστοιχο του Stigler. Ο Schumpeter επισημαίνει το πρόβλημα των εγχειριδίων, από τα οποία οι φοιτητές διδάσκονται την τρέχουσα κατάσταση της επιστήμης:

«… καθηγητές ή φοιτητές, που επιχειρούν να ενεργήσουν επί της θεωρίας (βασιζόμενοι στην πεποίθηση) ότι το μόνο που χρειάζονται είναι η πλέον πρόσφατη πραγματεία, σύντομα θα ανακαλύψουν ότι καθιστούν τα πράγματα δύσκολα γι’ αυτούς χωρίς λόγο. Εκτός εάν η πρόσφατη πραγματεία η ίδια περιέχει ένα ελάχιστο ιστορικών στοιχείων, κανένας βαθμός ορθότητας, πρωτοτυπίας, επιστημονικής αυστηρότητας ή ευφράδειας λόγου θα εμποδίσει την αίσθηση έλλειψης κατεύθυνσης και σημασίας να εξαπλωθεί στους φοιτητές ή, τουλάχιστον, στην πλειονότητα των φοιτητών. Αυτό οφείλεται, ανεξαρτήτως πεδίου, τα προβλήματα και οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι σε κάθε δεδομένη εποχή ενσωματώνουν τις επιτεύξεις και φέρουν τις ουλές δουλειάς που έγινε στο παρελθόν κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Η σημασία και η αξιοπιστία τόσο των προβλημάτων, όσο και των μεθόδων, δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως χωρίς τη γνώση των προηγούμενων προβλημάτων και μεθόδων στα οποία αποτελούν τη (δυνητική) απάντηση. … Κατά συνέπεια κάθε πραγματεία που επιχειρεί να παρουσιάσει την ‘τρέχουσα κατάσταση της επιστήμης’ στην πραγματικότητα παρουσιάζει μεθόδους, προβλήματα και αποτελέσματα που είναι ιστορικά καθορισμένα και αποκτούν τη σημασία τους μόνο με αναφορά στο ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο προέκυψαν» (σ. 4).

Ο Schumpeter οδηγείται στο αναπόφευκτο συμπέρασμα:

«Η κατάσταση κάθε επιστήμης σε κάθε δεδομένη στιγμή υπονοεί την παλαιότερη ιστορία της και δεν μπορεί να αποδοθεί ικανοποιητικά χωρίς να καταστεί η υπονοούμενη ιστορία φανερή»

Αν το επιχείρημα αυτό δεν συνιστά μια απλή μεθοδολογική διακήρυξη ή εφαρμόστηκε εμπράκτως από τον ίδιο τον Schumpeter στην Ιστορία της Οικονομικής Ανάλυσης, αποτελεί ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Ο Schumpeter, όπως θα εξετάσουμε το ζήτημα αργότερα, μοιάζει να ακολουθεί δύο μεθοδολογικές προσεγγίσεις, εφαρμόζοντας κάθε μία από αυτές σε διακριτές – κατ’ εκείνον – πτυχές των οικονομικών: η θετικιστική προσέγγιση εφαρμόζεται στον αναλυτικό πυρήνα, οδηγώντας, αφ’ ενός, σε μια γραμμική, εξελικτική και συνεχή πορεία προόδου και, αφ’ ετέρου, στην αναζήτηση της «πατρότητας» των εννοιών μέσα από την ιστορία της επιστήμης. Ενώ εφαρμόζει την ιστορική προσέγγιση για να αναφερθεί σε κοινωνικές, ιδεολογικές ή και μεταφυσικές παραμέτρους, οι οποίες καθορίζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικονομολόγοι στην εποχή τους. Η προσέγγιση αυτή αποτυπώνεται ευκρινώς, όταν υποστηρίζει ότι

«το αντικείμενο της οικονομικής είναι το ίδιο μια μοναδική ιστορική διαδικασία …, ώστε, σε μεγάλο βαθμό, τα οικονομικά διαφορετικών εποχών ασχολούνται με διαφορετικές ομάδες γεγονότων και προβλημάτων» (σ. 5).      

Ο δεύτερος λόγος που επικαλείται ο Schumpeter είναι η δυνατότητα η μελέτη των παλαιότερων οικονομολόγων να προσφέρει έμπνευση για νέες θεωρητικές αναζητήσεις. Ο Schumpeter διατυπώνει εν προκειμένω δύο διακριτά επιχειρήματα. Το πρώτο υποστηρίζει τη δυνατότητα έμπνευσης με την κυριολεκτική σημασία της λέξης:

«Το μυαλό ενός ανθρώπου πρέπει να είναι πραγματικά νωθρό αν, αποστασιοποιούμενος από το έργο της εποχής του και αντικρίζοντας τις ευρείες οροσειρές της παλαιάς σκέψης, δεν νοιώθει τη διεύρυνση του δικού του ορίζοντα» (σ. 5).

Το δεύτερο επιχείρημα μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο παιδαγωγικής φύσης. Η ιστορία της επιστήμης μας προσφέρει μια γνώση «του τι επιτυγχάνει, πώς και γιατί»,[22] μια εργαλειακή δυνατότητα οργάνωσης της σύγχρονης θεωρητικής επιχειρηματολογίας, έναν οδηγό στις επιστημονικές αντιπαραθέσεις, αλλά και την απαραίτητη αυτογνωσία:

«… πέραν της έμπνευσης, καθ’ ένας από εμάς μπορεί να προσλάβει μαθήματα σαν ακτίνες φωτός από την ιστορία της επιστήμης του που είναι χρήσιμα, αν και μερικές φορές προκαλούν απογοήτευση. Μαθαίνουμε για τη ματαιότητα και τη γονιμότητα των διαμαχών. Για τις μεταστροφές, προσπάθειες που πήγαν στράφι, για αδιέξοδα. Για σύντομα διαστήματα προόδου που εγκλωβίστηκε, για την εξάρτησή μας από την τύχη, για το πώς να μην κάνουμε τη δουλειά μας, τα περιθώρια για να τα καταφέρουμε. Μαθαίνουμε να κατανοούμε γιατί είμαστε τόσοι όσο πραγματικά είμαστε και γιατί δεν είμαστε κάτι περισσότερο» (σ. 5).

Για τον Blaug, αντιθέτως, η μελέτη της ιστορίας της οικονομικής σκέψης δεν είναι χρήσιμη τόσο ως πηγή έμπνευσης, όσο ως δύναμη νομιμοποίησης των νεώτερων αναζητήσεων:

«… όποτε κάποιος ή κάποια έχει μια νέα ιδέα στα οικονομικά, οποτεδήποτε κάποιος ή κάποια λαχταρά να ξεκινήσει ένα νέο κίνημα ή σχολή σκέψης, τι είναι το πρώτο πράγμα που κάνει; Λοιπόν είναι ξεσκολίσει τη σοφίτα των παλαιών ιδεών για να καθιερώσει την κατάλληλη γενεαλογία για τη νέα αφετηρία».[23]

Ο τρίτος λόγος που επικαλείται ο Schumpeter είναι ότι η μελέτη της ιστορίας των επιστημών, ιδιαίτερα των έργων των σημαντικών επιστημόνων του παρελθόντος, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπινου μυαλού, καθώς οι λογικές διεργασίες αποκαλύπτονται στα επιστημονικά έργα, όσο κρυψίνους και αν είναι ο μελετώμενος συγγραφέας. Το έργο αυτών των συγγραφέων δεν αποτυπώνει την εφαρμοσμένη λογική, αλλά συνιστά ένα εργαστήριο «καθαρής λογικής» (σ. 5).

 

     

4.         ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ

Είπαμε πιο πάνω ότι τα επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί για τον αποκλεισμό της ιστορίας της οικονομικής σκέψης από τα προγράμματα σπουδών εύκολα ανασκευάζονται και ο Blaug και ο Kurz, πιο διεξοδικά, τα έχουν επαρκώς εξετάσει και ανασκευάσει. Δύο επιχειρήματα, όμως, τελείως διαφορετικής τάξης μεταξύ τους και τα οποία οδηγούν, εν προκειμένω, σε αντίθετες θέσεις, αξίζει να αναφερθούν και να σχολιαστούν. Το ενδιαφέρον προκύπτει από τις αντιθετικές τους οπτικές στη φιλοσοφία της οικονομικής θεωρίας.

Το πρώτο επιχείρημα, κατά της μελέτης της ιστορίας της οικονομικής σκέψης, προέρχεται από μια θετικιστική και γραμμική αντίληψη: Οι παλαιότερες θεωρήσεις είναι εσφαλμένες, ανολοκλήρωτες ή ατελείς και οι νεώτερες θεωρήσεις περισσότερο ολοκληρωμένες και συνεκτικές, έχοντας αποφύγει ή διορθώσει τα σφάλματα των προγενέστερων και ενσωματώσει τα όποια ορθά στοιχεία τους. Κατά συνέπεια, η ιστορία της οικονομικής σκέψης δεν είναι παρά μια χρονικά διατεταγμένη ιστορία σφαλμάτων, με τα οποία δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε, εφ’ όσον η επιστημονική αλήθεια μας προσφέρεται στην τελευταία διατύπωση της σύγχρονης εκδοχής. Το επιχείρημα αυτό έχει διατυπωθεί ήδη από τον Say, όπως αποτυπώνεται από τον Kurz,[24]

«… η ιστορία μιας επιστήμης δεν ομοιάζει με την αφήγηση συμβάντων. Δεν μπορεί να είναι τίποτε διαφορετικό από μια έκθεση λίγο ή πολύ επιτυχημένων προσπαθειών … ώστε να συγκεντρώσει και να θεμελιώσει ισχυρά τις αλήθειες από τις οποίες συγκροτείται. Τι θα μπορούσε να κερδηθεί από τη συγκέντρωση παράλογων απόψεων, απορριφθέντων δογμάτων που άξιζαν να απορριφθούν; Θα ήταν ταυτοχρόνως άχρηστο και βαρετό να τα ξεθάψουμε … Τα σφάλματα δεν πρέπει να τα μαθαίνουμε, αλλά να τα ξεχνάμε».

ή από τον Pigou, όπως υποστηρίζουν οι Blaug και Kurz.[25]   

Ο Cassel γράφει στον Πρόλογο του δίτομου έργου του The Theory of Social Economy:[26]

«Από την πολύ αρχή των σπουδών μου σ’ αυτήν την επιστήμη ένοιωσα ότι θα ήταν δυνατό να ξεφορτωθούμε το σύνολο της παλαιάς θεωρίας της αξίας ως ένα αυτόνομο κεφάλαιο των οικονομικών και να οικοδομήσουμε την επιστήμη εξ υπαρχής βασιζόμενοι στη θεωρία των τιμών, και, μ’ αυτό τον τρόπο, θα απελευθερώναμε τους εαυτούς μας από ένα σωρό άχρηστων συζητήσεων, κυρίως σχολαστικής φύσης, που ταλαιπώρησαν νεώτερα εγχειρίδια οικονομικών».

Ο Cassel αποτελεί ενδεικτική περίπτωση επιβολής των προσωπικών απόψεων για την επιστήμη σε κανόνα του τι είναι, δηλαδή, τι οφείλει να περιλαμβάνει και με τι πρέπει να ασχολείται, η οικονομική ως επιστήμη. Η «παλαιά θεωρία της αξίας» αποτελεί ένα άχρηστο κεφάλαιο, ανάξιο της προσοχής μας και στερημένο κάθε αξία γνώσης.  

Το κοινό υπόβαθρο των θέσεων εκείνων που αρνούνται την ένταξη της ιστοριογραφίας της οικονομικής σκέψης στα προγράμματα σπουδών ή που περιορίζουν σημαντικά τη σημασία της εδράζεται σε μια θετικιστική αντίληψη της εξέλιξης των επιστημών και σε έναν εσφαλμένο παραλληλισμό των κοινωνικών επιστημών με τις θετικές – φυσικές επιστήμες, αν και στο χώρο των φυσικών επιστημών πολλοί εν δράσει φυσικοί επιστήμονες και όχι ιστορικοί της φυσικής, εμμένουν στην αναγκαιότητα γνώσης της ιστορίας της φυσικής από τους αρχαίους προσωκρατικούς φιλοσόφους και εντεύθεν. Η ιστορία της οικονομικής σκέψης, ούτε γραμμική έχει υπάρξει, εξελισσόμενη από ατελείς ή εσφαλμένες ιδέες προς τελειότερες ή ορθότερες, ούτε σε κάθε ιστορική περίοδο υπήρξε ποτέ μια απολύτως κυρίαρχη «ορθοδοξία» χωρίς σημαντική παρουσία ετερόδοξων αντιλήψεων. Οι εκάστοτε βεβαιότητες αποδείχθηκαν συχνά υπερβολικά βραχύβιες.[27]  Αλλά και η ιστοριογραφία των θετικών επιστημών δείχνει ανάλογους προβληματισμούς και διαμάχες για τη σκοπιμότητα και τις λειτουργίες της ιστορίας των επιστημών, όπως και κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, με εκείνους της ιστορίας της οικονομικής επιστήμης.[28]

 

Η θετικιστική αντίληψη στην ιστορία της οικονομικής σκέψης, όπως και στην ιστορία των επιστημών γενικότερα, οφείλεται σε αντίστοιχες αντιλήψεις της πολιτικής ιστορίας. Ο Herbert Butterfield χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «Whig History» για να περιγράψει τη μεθοδολογική προσέγγιση – είτε αυτή ήταν συνειδητή, είτε υποδηλωμένη – που εμφανίστηκε στην Αγγλία υπό την επίδραση των ιστορικών με καταβολές στον Προτεσταντισμό και τον Φιλελευθερισμό.[29] Η ιστορία νοείται ως μια διαδικασία τελεολογικού χαρακτήρα, μια συνεχής πρόοδος από τις ατελέστερες προς τις τελειότερες εκφάνσεις, όπου η προγενέστερη κατάσταση ή η προγενέστερη θεωρία εμπεριέχει εν σπέρματι την τελειότερη μεταγενέστερη.  

Η θετικιστική κατανόηση της εξέλιξης της οικονομικής σκέψης επιτρέπει μια διπλή κατεύθυνση στην ιστοριογραφία: Την ιστοριογραφία των «σφαλμάτων» και την ιστοριογραφία της «επιδιόρθωσης». Η ιστοριογραφία των «σφαλμάτων» δεν έχει κανένα νόημα, αν πιστέψουμε τον Say: δεν μαθαίνουμε από τα σφάλματα του παρελθόντος. Έχει ως αφετηρία τα σφάλματα του παρελθόντος και μελετά τη χρονολογική εξέλιξη και τις αναπροσαρμογές στις χρησιμοποιούμενες έννοιες, θεωρίες και τεχνικές των οικονομικών συγγραφέων, καθώς οι έννοιες σταδιακά αποκαθίστανται, ώστε να προσλάβουν το «σημερινό» σαφές και θεωρητικά πλήρες περιεχόμενό τους. Μια τέτοια ιστοριογραφία επιτελείται, συνήθως, σε όρους διαχωρισμού μεταξύ της ιστορίας της οικονομικής ανάλυσης και της ιστορίας της οικονομικής σκέψης, όπως αυτή επιχειρήθηκε από τον J. Schumpeter. Σε τέτοιες ιστοριογραφικές απόπειρες το νοούμενο ως επιστημονικό στοιχείο (πυρήνας) διαχωρίζεται από το νοούμενο ως μη επιστημονικό (κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον) και η γραμμική εξέλιξη διασφαλίζεται, επειδή η σύγχρονη κρατούσα οικονομική θεώρηση νοείται ως de facto επιστημονική και, συνεπώς, ως κριτήριο της επιστημονικής ορθότητας ή του σφάλματος του παρελθόντος.

Ο Stigler, παρά την υποστήριξη του «παιδευτικού» χαρακτήρα της, δεν πιστεύει ότι η μελέτη της ιστορίας της οικονομικής σκέψης μπορεί να εξασφαλίσει μια επαρκέστερη θεώρηση της οικονομικής πραγματικότητας έναντι των σύγχρονων θεωριών.

«Εν πάση περιπτώσει, δεν χρειάζεται να μελετούμε την ιστορία των οικονομικών – δηλαδή των οικονομικών του παρελθόντος – για να αποκτήσουμε πλήρη γνώση των σύγχρονων οικονομικώνΤα οικονομικά του 1800, όπως και οι προβλέψεις του καιρού του 1800, είναι παρωχημένα σε μεγάλο βαθμό» (1969, σ. 217).     

Το κείμενο του «παλαιού» οικονομολόγου, αφού προσδιοριστεί το αναλυτικό του σύστημα, πρέπει να υποστεί μια «κάθαρση», με την έννοια της απομάκρυνσης των αντιφάσεων και ασυνεπειών (σ. 221).

Η ιστοριογραφία της «επιδιόρθωσης» έχει ως αφετηρία τις έννοιες και μεθόδους ανάλυσης της σημερινής κρατούσας θεώρησης και οι απόψεις του παρελθόντος υποβάλλονται σε μια «μετάφραση», μια διαδικασία αντιστοίχησης με τη σημερινή αντίληψη. Αυτό που είναι συμβατό με την κυρίαρχη σήμερα αντίληψη της επιστήμης  «δικαιώνει» τις απόψεις του παλαιότερου συγγραφέα, αυτό που δεν είναι συμβατό, απορρίπτεται ως μη επιστημονικό. Σε κάθε περίπτωση, το αντικείμενο της διερεύνησης αποτελείται από επιλεγμένα αποσπάσματα του έργου, ή μια επιλεκτική ανάγνωση του παλαιότερου συγγραφέα, με κριτήριο επιλογής τη δυνατότητα μετάφρασής του σε όρους της σημερινής κρατούσας αντίληψης. Παραδείγματα τέτοιων προσεγγίσεων θα αναφέρουμε σε επόμενη ενότητα.

Η αντιστροφή αυτής της προσέγγισης είναι μια αντίστοιχη ιστοριογραφία της εκάστοτε ετεροδοξίας. Οι αντιλήψεις οικονομολόγων που υποστήριξαν έκκεντρες ή και αντιθετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προτάσεις έναντι της εκάστοτε κρατούσας οικονομικής θεώρησης μπορεί να αποτυπωθούν επίσης σε δύο είδη ιστοριογραφίας. Το ένα είδος προσβλέπει στην ανάκτηση ιδεών οικονομολόγων που η κρατούσα σήμερα θεώρηση έχει αποκλείσει από το επίσημο corpus της θεωρίας, αλλά που ενδεχομένως να μην ήταν καθόλου ετερόδοξες στην εποχή τους, όπως η Γερμανική Ιστορική Σχολή και η Αμερικάνικη Θεσμική Οικονομική ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάκτηση χρησιμεύει στην υποστήριξη σύγχρονων αναζητήσεων, αποτελεί, συνεπώς, ένα πρόγραμμα επανοικειοποίησης και επανένταξης (rehabilitation) των παλαιότερων οικονομολόγων, ένα εγχείρημα μεθοδολογικά ταυτόσημο με το αντίστοιχο εγχείρημα της κυρίαρχης αντίληψης: οι πρωταγωνιστές αλλάζουν, αλλά ο σκοπός και η μέθοδος είναι η ίδια, σε μεγάλο, τουλάχιστον, βαθμό.

 

5.         ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ: ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΜΕΣ

Το δεύτερο είδος ετερόδοξης ιστοριογραφίας αποσκοπεί να προσδιορίσει τη στιγμή της «στροφής», όταν η παλαιότερη θεώρηση εγκαταλείπεται προς όφελος μιας νεώτερης.  Η εστίαση, συνεπώς, είναι στις διαμάχες μεταξύ σχολών οικονομικής σκέψης και στον τρόπο επίλυσής τους. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει να κατανοήσουμε τη συγκρότηση της εκάστοτε κυρίαρχης αντίληψης οικονομικής σκέψης ως ενός συστήματος εξουσίας, με όλα τα χαρακτηριστικά ενός τέτοιου συστήματος. Ο G. Myrdal έχει περιγράψει τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος με ιδιαίτερη παραστατικότητα. [30]

«… σε κάθε περίοδο τείνει να υπάρξει ένα σύνολο προσεγγίσεων και θεωριών που κυριαρχούν στη σκηνή, ακόμη και αν υπάρχουν πάντοτε αποκλίνοντες και περιστασιακά επίσης σκληροί επαναστάτες.

Οι θιασώτες του κυρίαρχου συστήματος σχηματίζουν ένα καθεστώς. Τα κείμενά τους απολαμβάνουν κύρος. Παραπέμπουν ο ένας στον άλλο και συνήθως σε κανέναν άλλο, πολύ λιγότερο στους επαναστάτες, όταν αυτοί τυγχάνει να είναι οικονομολόγοι που τολμούν να αμφισβητούν με ριζοσπαστικό τρόπο τις προσεγγίσεις και θεωρίες που οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι έχουν κοινές. Με αυτόν τον τρόπο τείνουν να δημιουργούν ένα διάκενο γύρω τους, το οποίο συχνά φθάνει στην απομόνωση, και όχι μόνο σε σχέση με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Στο εσωτερικό αυτής της ομάδας κάποιοι ερευνητές αναγορεύονται, με γενική αποδοχή, σε προεξάρχοντες. Αλλά ακόμα και οι χιλιάδες συνοδοιπόροι τους σε χαμηλότερη ιεραρχία διαθέτουν το κύρος που προέρχεται από το ότι ανήκουν στο καθεστώς και εργάζονται νομιμοφρόνως μέσα στα όριά του. …

Η καινοτομία και η πρωτοτυπία βεβαίως εκτιμώνται, αλλά κυρίως εκείνες που είναι προσθετικού και τροποποιητικού χαρακτήρα. Υπάρχει περιθώριο ακόμα και για κάποιο βαθμό σύγκρουσης, αν και αυτή δεν πρέπει να αφορά τη βασική δομή των κατεστημένων προσεγγίσεων και θεωριών. Αλλά γενικότερα, αυτό που προσδίδει κύρος στον ακαδημαϊκό κόσμο και ανοίγει θέσεις στα ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα της τέχνης μας και ευκαιρίες παροχής συμβουλών στις κυβερνήσεις, οργανισμούς και επιχειρήσεις, είναι να δουλεύεις εντός του καθορισμένου προτύπου και να επιδεικνύεις οξύνοια και καινοτομία, ώστε να το διακοσμείς. Σ’ αυτές τις ακόμη και υλικά σημαντικές αμοιβές πρέπει να προστεθεί η δύναμη της παράδοσης. Έχει λεχθεί ότι κανένα από τα επενδυμένα συμφέροντα δεν είναι ισχυρότερο από τους βαθιά ριζωμένους τρόπους σκέψης και τις προϊδεάσεις.» (1973, σ. 9 – 10).  

Ο αποκλεισμός των αντίθετων απόψεων, εκείνων που ριζικά αμφισβητούν την κυρίαρχη ή κατεστημένη δομή «προσεγγίσεων και θεωριών», αποτελεί τον ισχυρό μηχανισμό συντήρησης του καθεστώτος.

«Κάθε γνώση – όπως και κάθε άγνοια – τείνει να καταστεί οπορτουνιστική, όταν δεν υπόκειται σε κριτικό λεπτομερή έλεγχο. Είναι εγγενές στη φύση του καθεστώτος να προστατεύεται με τον πλέον ισχυρό τρόπο από αυτή τη μορφή κριτικού ελέγχου με το να αγνοεί όσο το δυνατόν περισσότερο κάθε κριτική που προέρχεται έξω από την ομάδα» (σ. 10).  

Χωρίς αμφιβολία ο Myrdal μεταφέρει με απόλυτη ακρίβεια την επιστημολογία του Kuhn στο χώρο της οικονομικής θεωρίας και της εξέλιξής της, δηλαδή της ιστορίας της. Αρκεί να αντικαταστήσουμε τις λέξεις «καθεστώς» με «επιστημονικό παράδειγμα», «ομάδα» με «επιστημονική κοινότητα», την αγνόηση της κριτικής με το ασύμβατο, το αμετάφραστο, της ορολογίας των διακριτών επιστημονικών παραδειγμάτων. Ο Myrdal αναφέρεται επίσης στην «αποκαθήλωση του καθεστώτος», ως αποτέλεσμα μιας κρίσης που διαρκεί, ώσπου ένα νέο καθεστώς εγκαθιδρυθεί (1973, σ. 10). Σε σύγκριση με τον Kuhn ο Myrdal είναι περισσότερο αποσαφηνισμένος για το ρόλο που διαδραματίζουν οι «εξωτερικές δυνάμεις», δηλαδή οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές, στην ιστορία και στον τρόπο αξιολόγησης της ιστορίας, στις εμφανιζόμενες ρήξεις (αλλαγές καθεστώτος) στην κρατούσα οικονομική θεώρηση (σ. 11 κ.ε.), στις συνέχειες και τις ασυνέχειες στη θεωρητική σκέψη και στα προβλήματα που αναδεικνύονται ως σημαντικά και σε εκείνα που  παύουν να μας απασχολούν.

Η αντίληψη του Myrdal μας επιτρέπει να κατανοήσουμε γιατί το αντικείμενο της ιστορίας της οικονομικής αποτελεί στρατηγικό χώρο οργάνωσης της εκάστοτε ετεροδοξίας, όπως υποστηρίζει ο M. Blaug. Και να κατανοήσουμε τη δυσφορία του L. Robbins για τον περιορισμό του ενδιαφέροντος για την ιστορία των οικονομικών λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι αντιλήψεις του, διαισθανόταν, ότι καθίστανται «ετερόδοξες» και περιθωριακές έναντι του ανερχόμενου πολιτικά Keynes. Άλλωστε, στο πεδίο της ιστορίας ο Robbins προσπάθησε να αντισταθεί, επισημαίνοντας ότι το κράτος και η κρατική πολιτική δεν αποτελούσαν ένα περιθωριακό και αδιάφορο πεδίο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, ούτε ότι η κλασική πολιτική οικονομία ήταν «τυφλή» ή αδιάφορη για τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής της. [31]

Συνοψίζοντας ένα επιχείρημα, που μένει να διατυπωθεί αναλυτικά, το υπόβαθρο αυτών των διακριτών προσεγγίσεων ιστοριογραφίας μπορεί να αναλυθεί και να κριθεί με αναφορά σε επιστημολογικές αρχές. Προέχει, όμως, να εξετάσουμε τις μεθόδους ιστοριογραφίας, της ιστοριογραφίας της γενικής ιστορίας, και της ιστοριογραφίας των λοιπών κοινωνικών επιστημών, αλλά και των φυσικών επιστημών. Η ενασχόλησή μας με τα ζητήματα επιστημολογίας και ιστοριογραφίας μας επιτρέπει να εξετάσουμε αποτελεσματικότερα το είδος και την οργάνωση της ιστοριογραφίας της οικονομικής σκέψης. Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε στη συνέχεια.    

Δεν θα ήταν ούτε εκτός θέματος, ούτε εκτός στόχου, αν στην κατάληξη του κειμένου αυτού παραθέταμε ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο παρουσιάζει ο D. Winch. Πρόκειται για την άποψη του J.S. Mill, όπως την εκφράζει σε ένα γράμμα του προς τον μόλις ανακηρυχθέντα   καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο Cambridge Henry Fawcett. Ο νεαρός τότε Fawcett ζήτησε τη γνώμη του J.S. Mill για την σκοπιμότητα συγγραφής ενός βιβλίου για την ιστορία της πολιτικής οικονομίας. Η απάντηση του Mill ήταν ως εξής:

«Μια Ιστορία της Πολιτικής Οικονομίας δεν είναι το είδος του βιβλίου που γίνεται επιθυμητό αφ’ εαυτό, αλλά θα έδινε την ευκαιρία για ενδιαφέρουσες συζητήσεις όλων των σημείων αντιπαράθεσης και τοποθέτησής τους κάτω από το ισχυρό φως που προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ αντιτιθέμενων απόψεων και από τη μελέτη των απαρχών και των καταγωγών τους. Συνεπώς, αν και είναι ένα έργο που δύσκολα θα συνιστούσα σε κάποιον (να ασχοληθεί μαζί του ΑΔ), όμως, αν κάποιος ικανός οικονομολόγος με χάρισμα στη φιλοσοφική διαμάχη αισθάνεται αυθόρμητα την ανάγκη να το αναλάβει, το αποτέλεσμα ενδέχεται να είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον για όσους ενδιαφέρονται για το ζήτημα».[32]

Ο Winch υποστηρίζει ότι ο Mill ουσιαστικά αποτρέπει τον Fawcett να ασχοληθεί με το θέμα. Ίσως ο Fawcett να ζήτησε συμβολή από τον πλέον ακατάλληλο άνθρωπο. Αν η Ιστορία της Πολιτικής Οικονομίας θα ήταν χρήσιμη για μια εκ νέου συζήτηση των διαφορών στις απόψεις μεταξύ των οικονομολόγων της εποχής, ο Mill θα ήταν διπλά αρνητικός σε μια τέτοια εξέλιξη. Πρώτον, γιατί θεωρούσε ότι ο ίδιος είχε κατορθώσει ήδη να μετριάσει τις αντιθέσεις, να επιδιορθώσει τις ατέλειες και να αποκαταστήσει το κύρος της βαλλόμενης (ρικαρντιανής) πολιτικής οικονομίας. Συνεπώς, το νέο εγχείρημα ήταν εκ του περισσού. Δεύτερον, το εγχείρημα δεν ήταν μόνον περιττό, ήταν και επικίνδυνο: Η ρικαρντιανή θεώρηση της πολιτικής οικονομίας δεχόταν εκ νέου τα πυρά των εκπροσώπων της Ιστορικής Σχολής στην Αγγλία και η αμφισβήτηση δεν άργησε να εκδηλωθεί. Αποτρέποντας τον Fawcett να ανοίξει εκ νέου τη συζήτηση στο γράμμα του τον Δεκέμβριο του 1863, ο Mill αισθάνθηκε, μετά από λίγα χρόνια, την υποχρέωση να υπερασπιστεί – όχι ιδιαίτερα θερμά, ομολογουμένως, και με καθυστέρηση μιας ολόκληρης εικοσαετίας – την ρικαρντιανή εκδοχή της Πολιτικής Οικονομίας έναντι του Comte. [33] Το ζήτημα της ιστορίας της οικονομικής σκέψης και της δυναμικής που αυτή εντέλλεται έμεινε ανοικτό και επίκαιρο, παρά την αποτρεπτική προσπάθεια του Mill.

Η – αποτυχημένη – αποτρεπτική απόπειρα του Mill φαίνεται να επιβεβαιώνει τον ηρωικό τόνο που διακρίνει το κάτωθι απόσπασμα από τον Mark Blaug:

«Η καλύτερη υπεράσπιση της ιστορίας της οικονομικής σκέψης είναι να μην προβάλει καμία υπεράσπιση. Θα επιβίωνε ακόμη και αν απαγορευόταν: όπως το γράψιμο βιβλίων απαγορευμένων στην κοινωνία που περιγράφει ο Ray Bradbury στο Fahrenheit 451,[34] θα εξακολουθούσε να γίνεται μυστικά σε παράνομες οργανώσεις … Η ιστορία της οικονομικής σκέψης δεν μπορεί να διαγραφεί, και αν η μελέτη της κηρυχθεί παράνομη, θα γίνει αντικείμενο μελέτης υπογείως σε κρυφούς χώρους». [35]     

Μένει να δούμε αν η ζοφερή, παρά τον ηρωισμό της, δήλωση του Blaug θα επιβεβαιωθεί ή η απαγόρευση θα μείνει ημιτελής, ένα είδος πολυτελούς εξορίας.  



[1]               «Χρειάζεται ένας οικονομολόγος για να μελετήσει έναν οικονομολόγο» υποστηρίζει ο G. Stigler στο “Does Economics Have a Useful Past?”, 1969, History of Political Economy, σ. 219.

[2]               Δες M. Blaug, “No History of Ideas, Please, We’re Economists”, 2001, Journal of Economic Perspectives, σ. 145. Όμως ο D. Gordon (“The Role of the History of Economic Thought in the Understanding of Modern Economic Theory”, 1965, American Economic Review) υποδεικνύει ότι αυτή η τάση, τουλάχιστον ως προς την εκτιμώμενη «προστιθέμενη αξία» της ιστορίας των οικονομικών θεωριών, αλλά όχι ως κίνηση αποκλεισμού της από τα προγράμματα σπουδών, είχε ήδη εκδηλωθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο L. Robbins, ωστόσο, έχει διαφορετική άποψη: ήδη το 1950 «στα περισσότερα κέντρα σπουδών» η γνώση της ιστορίας της οικονομικής επιστήμης «κατέληξε να θεωρείται ως ένα τελείως ασήμαντο στολίδι, ως μη ουσιώδης για τον οικονομολόγο …» (The Theory of Economic Policy in English Classical Political Economy, 1965, Macmillan, σ.1), ώστε να χαιρετίζει την προκήρυξη μιας θέσης καθηγητή στο αντικείμενο της Ιστορίας της Οικονομικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.

[3]               A. Marshall, Principles of Economics, 1920, 8th edition, Macmillan, Book I, Chapter I. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1890 και συνέχισε να ανατυπώνεται μετά την 8η έκδοση ως το 1972. Αποτέλεσε το βασικό εγχειρίδιο των οικονομικών τμημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο ως τη δεκαετία του 1960.

[4]               «Ο επιδιωκόμενος στόχος είναι να διευκολύνει (την εφαρμογή) πρακτικών μέτρων για να προωθηθεί η ευημερία – πρακτικά μέτρα που οι πολιτικοί μπορούν να χτίσουν πάνω στο έργο του οικονομολόγου». (A. Pigou, The Economics of Welfare, 1932, 4th edition, Macmillan, σ. 10.

[5]               K. Vaughn, “Why Teach the History of Economics?”, 1993, Journal of the History of Economic Thought, σ. 178.

[6]               Δες M. Blaug, 2001, σ. 146 κ.ε. και H.D. Kurz, “Whither the History of Economic Thought? Going Nowhere Rather Slowly?”, 2006, εισαγωγική ομιλία του προέδρου, ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για την Ιστορία της Οικονομικής Σκέψης (ESHET), Πόρτο.

[7]               H.D. Kurz, 2006, σ. 8.

[8]               P. Samuelson, “Out of the Closet: A Program for the Whig History of Economic Science”, 1987, History of Economic Science Bulletin, σ. 52.

[9]               G. Stigler, “Does Economics Have a Useful Past?”, 1969, History of Political Economy, σ. 218.

[10]             K. Boulding, “After Samuelson, Who Needs Adam Smith?”, 1971, History of Political Economy, σ. 233.

[11]             Τα ευρήματα και οι προτάσεις συνοψίζονται από την πρόεδρο της Επιτροπής Anne Krueger στο “Report on the Commission on Graduate Education in Economics”, 1991, Journal of Economic Literature. Μια σύγκριση των τότε διαπιστώσεων και προτάσεων με τη σημερινή «λογική» αξιολόγησης των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών δείχνει την τραγική επικράτηση των «idiots savant» στην οικονομική σκέψη και τη μετατροπή της επιστημονικής σκέψης σε τεχνική. Δες A. Klamer, “Does This Have to Be Our Future”, στο D. Colander, The Making of an Economist, Redux, 2007, Princeton Un. Press. Ο Klamer σημειώνει ότι τα χρόνια που πέρασαν από το 1900 δεν έλυσαν κανένα πρόβλημα, με την εξαίρεση μιας πιο εμπειρικής κατεύθυνσης (η οποία οφείλεται στη γενικευμένη χρήση των οικονομετρικών τεχνικών), αλλά, αντιθέτως, έκαναν τους νεώτερους οικονομολόγους «ψηλομύτες» και «υπερόπτες έναντι των λοιπών κοινωνικών επιστημών» (σ. 230).  Εξακολουθούν, όμως να είναι «idiots savant» (σ. 227).

[12]             A. Klamer – D. Colander, The Making of an Economist, 1990, Boulder.

[13]             Kurz, 2006, σ. 10.

[14]             Δες L. Robbins, The Theory of Economic Policy in English Classical Political Economy, 1965, Macmillan, σ. 93.

[15]             Αυτή η πρακτική είναι βέβαιο ότι θα δυσχεράνει πολύ το έργο των ιστορικών της οικονομικής σκέψης του μέλλοντος – αν μπουν στον κόπο να την αναλύσουν και αν, βεβαίως, εξακολουθούν να υπάρχουν στο μέλλον ιστορικοί της οικονομικής σκέψης. Εν τω μεταξύ η πρακτική αυτή γεννά μάλλον εύθυμες σκέψεις, καθώς συνδέεται με ευφάνταστες αναγνώσεις. Ο ίδιος έχω πέσει θύμα μιας ευφάνταστης ανάγνωσης ή, μάλλον, της απουσίας ανάγνωσης. Έτσι, φέρομαι να υποστηρίζω ότι «η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από χαμηλή κινητικότητα και μικρή ευκαμψία μισθών» (N. BenosSt. Karagiannis, “Do Education Quality and Spillovers Matter? Evidence on Human Capital and Productivity in Greece”, 2016, Economic Modelling), παρά περί του αντιθέτου επιχειρήματός μου που αναπτύσσεται ελπίζω διεξοδικά και τεκμηριωμένα στο A. Dedoussopoulos, et al., Assessing the Impact of Memoranda on Greek Labour Market and Labour Relations, 2013, ILO, WP 53. Έτσι, εκών άκων, ταξινομήθηκα στους mainstream υποστηρικτές της εργασιακής ευελιξίας, ως ακραιφνής νεοφιλελεύθερος.    

[16]             D.P. O’Brien, “History of Economic Thought as an Intellectual Disciple”, στο A.E. Murphy – R. Prendergast, Contributions to the History of Economic Thought: Essays in Honour of R.D.C. Black, 2000, Routledge, σ. 37.

[17]             Σχετικά στοιχεία για τη χρονολογία έκδοσης των σημαντικότερων περιοδικών του χώρου δίνει ο M. Blaug (2001, σ. 145 – 6).

[18]             D.P. O’Brien, “History of Economic Thought as an Intellectual Disciple”, στο A.E. Murphy – R. Prendergast, Contributions to the History of Economic Thought: Essays in Honour of R.D.C. Black, 2000, Routledge, σ. 33.

[19]             Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα, μεταξύ μιας πληθώρας άλλων, της έκδοσης του Ricardo από τους P. Sraffa και M. Dobb, του Πλούτου των Εθνών του Adam Smith από τον Ed. Cannan, τα έργα του  Keynes από τους Austin Robinson και D. Moggridge, ή του Jevons από τον R.D.C. Black 

[20]             F.Y. Edgeworth, “The Objects and Methods of Political Economy”, εναρκτήρια ομιλία για την ανάληψη της θέσης καθηγητή στην Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, 1891, αναδημοσιευμένη στο Edgeworth, Papers Relating to Political Economy, Vol. I, 1925, Macmillan.

[21]             J. Schumpeter, History of Economic Analysis, 1954, Oxford U.P., σ. 4 κ.ε.

[22]             J. Schumpeter, History of Economic Analysis, 1954, Oxford U.P., σ. 5, έμφαση στο αρχικό.

[23]             M. Blaug (ed.), The Historiography of Economics, 1991b, Elgar, σ. x.

[24]             H.D. Kurz, 2006, σ. 6. Η παραπομπή είναι στον J.B. Say, Cours Complet d’Economie Politique Pratique, 1840, σ. 540-1. Δες και W. Barber, “Reconfigurations in America’s Academic Economics: A General Practitioner’s Perspective”, 1997, Daedalus.

[25]             Ο Pigou φέρεται να είπε γιατί να μας απασχολούν «εσφαλμένες απόψεις των νεκρών;». Ομολογώ ότι δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω τη φράση αυτή ή κάποια παρόμοια στον Pigou. Οι R. E. Backhouse και Ph. Fontaine (“Contested Identities: The History of Economics since 1945” R. E. Backhouse - Ph. Fontaine (ed.), A Historiography of Modern Social Sciences, 2014, Cambridge Un. Press, σ. 190, υπ. 18), παραθέτουν ως μόνη ρητή διατύπωση του Pigou ότι «δεν έβλεπε με πολύ συμπάθεια» την ενασχόληση με «ομολογουμένως ανεπαρκείς λύσεις που προσφέρθηκαν αιώνες πριν», με ένα σκεπτικό όμοιο με εκείνο του Samuelson. Το ίδιο απόσπασμα επικαλείται και ο M. Blaug, Economic Theory in Retrospect, 1978, 3rd edition, CUP, σ. 1. Παραδόξως, ο Pigou θεώρησε το βιβλίο, για το οποίο έγραφε κριτική ως «εξαιρετικά ενδιαφέρον». Δες A.C. Pigou, “Review of Theories of Value before Adam Smith, by A.R. Sewall”, 1902, Economic Journal.

[26]             J. Cassel, The Theory of Social Economy, 1923, Vol. I, Fisher – Unwin, σ. v.

[27]             Δες R.H. Tawney, Religion and the Rise of Capitalism: A Historical Study, 1937, Mentor Books, Κεφάλαιο 1. Οι αναφορές του Tawney στον Say και στον Torrens και την απόλυτη πίστη τους στην ολοσχερή επικράτηση της τότε πολιτικής οικονομίας έχουν προστεθεί στην αρχή του 1ου Κεφαλαίου στην έκδοση του 1937, ίσως μια υπενθύμιση της διαλυτικής κρίσης στην κρατούσα τότε οικονομική θεώρηση. Μια χρήσιμη υπενθύμιση και για το σήμερα.

[28]             Δες σχετικά H. Kragh, The Historiography of Science, 1987, Cambridge Un. Press.

[29]             Προσκείμενοι στο Φιλελεύθερο Κόμμα (Liberal Party – Whigs) που υποστήριζε το Κοινοβούλιο και τη Συνταγματική Βασιλεία, σε αντιπαράθεση προς το Κόμμα των Συντηρητικών (Tories), που ήταν υπέρ της Μοναρχίας. Δες H. Butterfield, The Whig Interpretation of History, 1931.   

[30]             G. Myrdal, “Crises and Cycles in the Development of Economics”, 1973, The Political Quarterly.

[31]             Δες L. Robbins, The Theory of Economic Policy in English Classical Political Economy, 1965, Macmillan.

[32]             J.S. Mill, The Collected Works, vol. XV, 1972, Toronto Un. Press, σ. 907, όπως παρατίθεται στο D. Winch, “Does Progress Matter?”, St. Boehm et al. (eds), Is There Progress in Economics? – Knowledge, Truth and the History of Economic Thought, 2002, Elgar, σ. 3.

[33]             Δες σχετικά Α. Δεδουσόπουλος, «Οικονομική Θεωρία και Κρίσεις», στο Γ. Δαρδανός κ.α. (επιμ), Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες – Αφιερωματικός Τόμος στον Ζαχαρία Δεμαθά, 2019, Gutenberg, σ. 294 κ.ε.

[34]             Στο μυθιστόρημα του Bradbury – και γυρισμένο από τον Truffaut το 1966 – όχι μόνο το γράψιμο, αλλά και η κατοχή και ανάγνωση βιβλίων είναι απαγορευμένη, οδηγώντας στη δημιουργία παράνομων ομάδων απομνημόνευσης και προφορικής διάδοσης των βιβλίων.

[35]             M. Blaug (ed.), The Historiography of Economics, 1991b, Elgar, σ. x.